Και με το φως του λύκου επανέρχονται (1993)
Και με το φως του λύκου επανέρχονται (1993), Ζυράννα Ζατέλη, εκδόσεις Καστανιώτη
Κι έτσι κάπως, πίνοντας μεν καφέ κυριακάτικο απογευματινό, τον τελευταίο της ημέρας και της εβδομάδας εκείνης –μαρτυρεί δε για τον τόπο, το κοφτό τραπεζομάντιλο και για τον χρόνο, το λυκόφως που μπαίνει ανυποψίαστο απ’ το παράθυρο της κουζίνας– και τρώγοντας μηλόπιτα της μαμάς στο χωριό, το έπιασα στα χέρια μου. Ήταν το βιβλίο με τον παράξενο τίτλο «Και με το φως του λύκου επανέρχονται», τίτλο που υπονοεί ότι κάτι υπάρχει πριν το «Και» και κάτι μετά το «επανέρχονται». Μα, βέβαια! Το υποκείμενο. Οι λύκοι…
Είχα πολλές φορές ως τότε πει μέσα μου: «Όταν μεγαλώσω, θα γίνω Ζυράννα» έχοντας διαβάσει μυθιστορήματα και διηγήματά της. Βέβαια, το μόνον που απέμεινε από τους ευσεβείς μου πόθους ήταν μια παροδική μανία για τα κόκκινα μαλλιά και η λατρεία για τις γάτες και τα βιβλία. Σημαντικά πάντως κι αυτά! Κατά τα άλλα, δεν έφερα καν μιαν απειροελάχιστη ομοιότητα με τη Ζυράννα Ζατέλη.
Γιατί ο τρόπος της γραφής της είναι μοναδικός, ένας μαγικός ρεαλισμός, που γρατζουνάει, όχι ενοχλητικά, αλλά σχεδόν απολαυστικά την αίσθηση της πραγματικότητας και θεσπίζει ένα χωρόχρονο αφύσικα προσιτό στο σήμερα, ίσως επειδή χτυπά στην κοινή βαλκανική μας φλέβα, στους μύθους, τους θρύλους, τις αφηγήσεις από «τα πολύ παλιά τα χρόνια». Εκκινεί από έναν τόπο απροσδιόριστο με ακρίβεια, πάντως κάπου στη βόρεια Ελλάδα. Κι από έναν χρόνο άχρονο, πάντως πριν μάλλον, αυτό το βόρειο τμήμα, να ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό. Είναι ένας τόπος και χρόνος, κατά τον οποίο στην ύπαιθρο, όπου εκτυλίσσονται οι δέκα αλληλοδιαπλεκόμενες ιστορίες, λαμβάνουν χώρα τελετές, οι άνθρωποι ζουν μέσα και από τα μυστήρια, πλάσματα του θρύλου ζουν μαζί τους και παίρνουν το δικό τους μερίδιο στην καθημερινότητα των ανθρώπων, στις μέρες και στα έργα τους.
Ακόμα κι ο Χάρος έχει μια θέση περιέργως αισθητή στον χώρο. Γράφει: «Συνήθως μετά από κάθε θάνατο -τότε τουλάχιστον και παλιότερα, σ’ εκείνα τα μέρη-, άδειαζαν το μεγάλο πιθάρι με το νερό που είχαν στο σπίτι. Το άδειαζαν. Γιατί εκεί μέσα λέει βουτούσε και ξέπλενε το σπαθί του ο Χάρος μόλις έκοβε την ψυχή. Ξέπλεναν, λοιπόν, κι αυτοί το ευρύστομο πήλινο δοχείο τους να φύγουν όλα τα αίματα και το ξαναγέμιζαν με φρέσκο καθαρό νερό. Το ίδιο έκαναν και με τις απλές στάμνες τους όσοι δεν είχαν πιθάρια -και στις στάμνες χωρούσε το σπαθί, και σε μια κανάτα εν ανάγκη».
Οι άνθρωποι στο σύμπαν αυτό είναι ερωτικοί, θανατηφόρα όμορφοι, όπως ο Ησύχιος. Μοιάζουν με ξωτικά, όπως η Ιουλία με τα πυρόξανθα μαλλιά. Σκοτώνουν φίδια κι έπειτα προσεύχονται και θρηνούν με ανείπωτο πόνο και σέβας γι’ αυτά, όπως η Εύθα. Έχουν δυο μάτια διαφορετικού χρώματος, που προκαλούν μια ζάλη, έχουν την επίδραση της μέθης. Έρχονται από το βουνό, ως κυνηγοί, κι όπως απρόσμενα έρχονται, ομοίως αποδημούν. Έχουν παιδιά, πολλά παιδιά, γενιές και γενιές που μεγαλώνουν και φέρνουν στον κόσμο άλλα παιδιά, έτσι που οι οικογένειες πλέκουν ένα μυστήριο γαϊτανάκι.
Οι άνθρωποι είναι πλάσματα που κοιμούνται αγκαλιά με λύκους κι οι γυναίκες, ιδίως αυτές, με τη μαγική τους μήτρα, κουβαλούν τη μητρότητά τους σε όλες τις εποχές του βίου τους γεννώντας την άνοιξη, το καλοκαίρι τους, το φθινόπωρο, ακόμα και κατά τον βαρύ χειμώνα του σώματός τους.
Κι οι λύκοι είναι εκεί, παρόντες. Τους καταλαβαίνεις, νιώθεις την ανάσα τους στ’ αυτί σου την ώρα που διαβάζεις, το σούρουπο, με ένα φως που λούζει μόνο τις σελίδες και το μισό σου πρόσωπο, αυτό το τμήμα που παραμένει ανθρώπινο. Το υπόλοιπο έχει το μάτι του λύκου και το δόντι του το κοφτερό. Είναι εκείνη η ώρα η πολύ λυρική, μαγική, αν θέλετε, επικίνδυνη:
«Γλυκειά ώρα… βλαστήμα τα. Σου ‘ρχεται να σφαχτείς».
Μπορείτε να αντισταθείτε στους λύκους? Μπορείτε να αποτινάξετε από πάνω σας όσα η φαντασία σας έπλασε την ώρα του λυκόφωτος? Εγώ όχι…
Μας το βεβαίωσε, εξάλλου, η Κυρία Ζυράννα Ζατέλη:
«Η σημασία φωλιάζει στα ανύποπτα».
Comments
No Comments