influencemag.gr

Τα εξ αγγέλου | «γκλάμουρ»

Μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας επιζητεί, προβάλει, αλλά και ζηλεύει εκείνη την κατάσταση που αντιπροσωπεύει το «γκλάμουρ». Η γκλαμουριά, όπως συνηθίζεται να λέγεται ελληνικοποιημένα, αποτελεί σημαντικό κομμάτι του σύγχρονου ανθρώπου. Είναι η προβολή μιας πραγματικότητας που σφύζει από οικονομική ευμάρεια ή μιας φενάκης, ενός καλοστημένου ψεύδους, που προβάλλεται ευρέως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσηςαλλά και στην πραγματικότητα είτε με δανεικά είτε με χρωστούμενα. Όπως και να συμβαίνει, αναντίρρητα, είναι ο κοινωνικός κώδικας που συντελεί στην άρτια διαμόρφωση και αναγνώριση της τραυματισμένης λέξης «επιτυχία» και κατά συνέπεια της ευτυχίας.  

Από τις απαρχές του ανθρώπου κατονομάζουμε ως επιτυχημένο άνθρωπο τον έχοντα εξουσία, αξίωμα, δημοσιότητα, χρήματα, δόξα, συνθήκη αντίληψης κραταιά. Η λάμψη του «φαίνεσθαι», ο μαγικός καθρέφτης των επιθυμιών μας που αγαπάει να ταυτίζεται, να ανταγωνίζεται, θέλοντας απεγνωσμένα προβολή, ακόλουθους και μια θετική κριτική από τον καθένα. Όλα για το γκλάμουρ, λοιπόν Όρος που μας καταδυναστεύει, υπαγορεύοντάς μας τρόπο ζωής και στυλ εμφάνισης, που ουκ ολίγες φορές γίνεται κιτς ή έστω φτάνει στις παρυφές του. Ενώ το κιτς είναι αισθητικός όρος (που σημαίνει κάτι το ευτελές, υποδεικνύοντας το επιτηδευμένο) και είναι λέξη δάνειο από την γερμανική, το γκλάμουρ είναι αντιδάνειο ελληνικής καταγωγής. 

 Ανατρέχοντας στα αρχαία χρόνια, συναντάμε τη λέξη «γραμματική» ως επιθετικό προσδιορισμό στην επιστήμη και την τέχνη, δηλαδή στην έρευνα και τη σπουδή των γραμμάτων. Αργότερα, με το πέρασμα του χρόνου το επίθετο  ουσιαστικοποιήθηκε και πλέον στέκει μόνο του στον λόγο, δηλώνοντας τη μελέτη των γραπτών και των κειμένων γενικά, αλλά κυρίως αυτό που εννοούμε σήμερα, δηλαδή τους κανόνες που διέπουν τη δομή μιας γλώσσας. Αρχικά, η λέξη παραλαμβάνεται από τους Ρωμαίους ως «grammatica» και παραδίδεται στους Γάλλους περί τον μεσαίωνα ως «grammaire». Εκείνη την εποχή, όμως, οι λόγιοι και οι διανοούμενοι ήταν δυσεύρετοι, τα βιβλία ελάχιστα, ενώ στην ενασχόληση με αυτά τα πράγματα εμπλέκονταν αδιόρατα και αυθαίρετα οι αλχημιστές, οι οποίοι θεωρούνταν μάγοι, αποκρυφιστές και μάντεις.

Η grammaire εμφανίζεται στο δικό τους πεδίο με την εκδοχή «grimoire» (που σημαίνει την ενασχόληση με τον αποκρυφισμό, τη μαγεία), η οποία μεταφέρεται στα αγγλικά ως «gramarye» με τη σημασία πάλι της αποκρυφιστικής γνώσης.

Από αυτήν τη λέξη και την παρεφθαρμένη εκδοχή της στα σκωτσέζικα ως «glammar», «glamor» και «glamour» προέρχεται η λέξη glamour με την έννοια της μαγικής ιδιότητας, εμφάνισης, αλλά και του ξορκιού. Η λέξη χάνεται μετά τον μεσαίωνα με τον φόβο αντιμετώπισης της ιεράς εξέτασης, αναβιώνει όμως χάρη στον Σερ Ουόλτερ Σκοτ στις αρχές του 1800, πάλι με την ίδια σημασία του ξορκιού και της μαγείας. Δεν άργησε, ωστόσο, να πάρει τη σημασία της γοητείας και, εν τέλει, της απαστράπτουσας ομορφιάς. Χτυπάει την πόρτα της ελληνικής γλώσσας πριν μερικές δεκαετίες για να εκφράσει ακριβώς την απαστράπτουσα γοητεία ως ιδανικό στην χαμηλή και τη μεσαία τάξη.  

Να πώς η γραμματική γίνεται glamour. Από τη μελέτη των γραμμάτων κατέληξε να σημαίνει ξόρκι μαγικό και εν τέλει γοητεία, λάμψη, ακτινοβολία. Το γιατί προτιμούμε τη χρήση της λέξης γκλαμουριά/ γκλάμουρ αντί της λάμψης, ακτινοβολίας ή αίγλης αποτελεί πεδίο έρευνας της ψυχολογίας κι όχι της γραμματικής. 

 

Share:

You may also like

Comments

No Comments

Leave a comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *