Η Λέσχη των Αθεράπευτα Αισιόδοξων.
Τι μας «αφήνουν» τα βιβλία που διαβάζουμε; Τη χαρά της ανάγνωσης και τον δημιουργικό τρόπο ξοδέματος του χρόνου; Την αποφόρτιση μετά από μια απαιτητική μέρα; Τη γνωριμία με τις ξεχωριστές προσωπικότητες των ηρώων τους; Ή μήπως πολλά περισσότερα;
Αφού τελείωσα το πρώτο (για εμένα) βιβλίο του Jean Michel Guenassia «Η ζωή που ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ.», (το οποίο μού κληροδότησε μία καινούρια λατρεία -εκείνη για τον μουσικό Carlos Gardel), υποσχέθηκα στον εαυτό μου να διαβάσω οτιδήποτε έχει γράψει ο συγκεκριμένος Γάλλος συγγραφέας, που γεννήθηκε στο Αλγέρι το 1950. «Η Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων» είναι ένα βιβλίο που μάλλον θα δυσκολευτείς να αφήσεις από τα χέρια σου, καθώς η επιδέξια σύνθεση, η μη γραμμική αφήγηση, η ενδιαφέρουσα πλοκή και ο αριστοτεχνικά διαμορφωμένος ρυθμός του θα σε κάνουν να παραβλέψεις τον μεγάλο όγκο αυτού του «λαϊκού, α λα Φρανσουά Τρυφώ» μυθιστορήματος.
Δε μπορώ να αποφασίσω τι απόλαυσα περισσότερο διαβάζοντάς το… Το εξώφυλλο του βιβλίου με την ασπρόμαυρη φωτογραφία του Γάλλου φωτογράφου Henri Cartier-Bresson; Την ταύτιση με τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, Μισέλ Μαρινί, που νιώθει διαφορετικός (προσπαθώντας να ανακαλύψει τον εαυτό του και τους γύρω του), αγαπά τη μουσική, φωτογραφίζει τα πάντα και διαβάζει μανιωδώς, ακόμα κι όταν περπατά στον δρόμο; Τις αναπάντεχες -συχνά συγκινητικές- ιστορίες του Λεονίντ, του Ίγκορ, του Σάσα και των λοιπών μελών μιας «ιδιότυπης» Λέσχης σκακιστών, όλοι τους πολιτικοί πρόσφυγες από κομμουνιστικές χώρες; Ίσως τη μοναδική γραφή του Guenassia που με βαθύ, μελαγχολικό, αλλά συνάμα ευχάριστο τρόπο καταφέρνει να συνθέσει το πορτρέτο μιας ολόκληρης γενιάς, σκιαγραφώντας τη γαλλική νεολαία εκείνης της εποχής, αλλά και ολόκληρη τη Γαλλία, εστιάζοντας στη ζωή των μεταναστών και των προσφύγων της χώρας, τη δεκαετία του ‘60.
Στις 700 συνολικά σελίδες του μυθιστορήματος θα βιώσεις την αγάπη, τη φιλία, την προδοσία. Θα έρθεις σε «ρήξη» με τους οικογενειακούς σου δεσμούς. Θα αναθεματίσεις τον πόλεμο, τον φασισμό και ότι αυτά γεννούν. Θα αμφιταλαντευτείς για το αν τα ιδανικά και τα πιστεύω σου θα μπορούσαν να υπερισχύσουν μπροστά στον κίνδυνο, την απειλή του θανάτου και το ένστικτο της επιβίωσης, όπως ακριβώς και οι ήρωές του. Θα ξεναγηθείς στο Παρίσι, κάνοντας βόλτες στις όχθες του Σηκουάνα, ονειροπολώντας με τις ώρες στον Κήπο του Λουξεμβούργου, πίνοντας καφέ και διαβάζοντας στα ρομαντικά μπιστρό της πόλης. Θα μάθεις (αν δεν ξέρεις ήδη) πώς προκύπτουν τα τριπλά ονόματα των Ρώσων. Θα χορέψεις στους ρυθμούς του rock ‘n’ roll, «ακούγοντας» τους δίσκους των Jerry Lee Lewis και Fats Domino, και θα κλείσεις τα μάτια με το soundtrack από τον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα». Θα διαβάσεις μερικές γραμμές από αγαπημένα βιβλία, όπως: «Ο Επαναστατημένος άνθρωπος» του Καμύ, «Στον δρόμο» του Τζάκ Κέρουακ και το «Καλημέρα Θλίψη» της Φρανσουάζ Σαγκάν. Ενώ, δε θα παραλείψεις να θυμηθείς (ή να ανακαλύψεις) πώς είναι να ερωτεύεσαι ακαριαία, μέσα από τις σκέψεις του νεαρού Μισέλ:
«Βγαίνοντας, είχα ένα ατύχημα, ξαφνικό και απρόβλεπτο… Είχα κάνει μερικά βήματα στο πεζοδρόμιο της οδού Ουλμ. Έψαχνα την παράγραφο, όπου είχα σταματήσει το διάβασμά μου, όταν δέχτηκα ένα αιφνίδιο βάναυσο χτύπημα που με κεραυνοβόλησε. Βρέθηκα πεσμένος καταγής, σαστισμένος και πονώντας φρικτά. Είχα χτυπήσει το κεφάλι μου, αλλά άγνωστο πάνω σε τι. Συνήλθα. Την είδα. Μπροστά μου. Σκούπιζε το μέτωπό της που το σκέπαζαν τα σγουρά μαλλιά της. Έμοιαζε έκπληκτη, σαν να τα’ χε χαμένα. Ανακαλύπταμε ο ένας τον άλλον. Σαν δυο ναυαγοί που συναντιούνται σε ένα ερημονήσι. Φορούσε μπλουτζίν και παπούτσια του τένις. Διάβαζε το «Πρωινό των μάγων» κι εγώ το «Καλημέρα θλίψη». Ήμουν χαμένος από χέρι…»
Στο τέλος, η ροδέλα του φιλμ και οι τίτλοι τέλους των ταινιών «Το Λιμάνι των Απόκληρων» του Μαρσέλ Καρνέ και «Los Olvivados» του Luis Buniuel θα κυλούν ρυθμικά μπροστά στα μάτια σου.
Τελικά, ξέρω τι μου άρεσε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο –ο τίτλος:
«Η Λέσχη των Αθεράπευτα Αισιόδοξων»!
«Αλλά τότε πήγαιναν χορεύοντας μέσα στους δρόμους σαν τρελοί, και σερνόμουν από πίσω τους, όπως κάνω όλη μου τη ζωή για ανθρώπους που με ενδιαφέρουν, γιατί οι μόνοι άνθρωποι που υπάρχουν για ‘μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που είναι τρελοί για ζωή, τρελοί για κουβέντα, τρελοί να σωθούν, που θέλουν να τα χαρούν όλα μέσα σε μια και μόνο στιγμή, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριούνται ή λένε ένα κοινότυπο πράγμα, αλλά που καίγονται, καίγονται, όμοιοι με τις μυθικές φωτιές των ρωμαϊκών πυρσών, εκπυρσοκροτώντας σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στ’ άστρα και, στη μέση, βλέπουμε το μπλε φως του πυρήνα τους να σκάει κι ο καθένας να κάνει: Ααααα!»
[Jack Kerouac, On the Road]
Comments
No Comments