Δράση
Εισαγωγή εξοπλισμού
(Τόπος συνάντησης: Δράση)
«Υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που δεν ελέγχουν τη ζωή τους, αλλά εσύ είσαι τυχερός και προνομιούχος, γιε μου, και μπορείς να το κάνεις. Έχεις ευγένεια, θάρρος, ανδρεία, και όλα τα εχέγγυα να βοηθήσεις κι αυτούς γύρω μας που δεν έχουν τίποτα δικό τους και, κυρίως, που δεν ελέγχουν τις ζωές τους!». Αυτό μου είχε πει κάποτε ο πατέρας μου κρατώντας με από το χέρι καθώς πηγαίναμε σε ένα εστιατόριο να ζητιανέψουμε φαγητό. Ήμασταν άστεγοι. Ζούσαμε κάπου στο κέντρο της Αθήνας, δε θυμάμαι καλά, και μες στο ψύχος της εποχής ο πατέρας μού μιλούσε για τους άθλους του Ηρακλή, τη γέννηση, τον έρωτα και το θάνατο του. Παρέλειψε κάποια πράγματα αλλά μου είπε πως θα τα δω στην πράξη μεγαλώνοντας. Είχαμε το ίδιο όνομα, εγώ και ο πατέρας μου, και μοιάζαμε λίγο και στο βλέμμα. Αλλά εγώ, ενώ ήμουν πιο μικρός, είχα προοπτικές να γίνω γίγαντας μπροστά του. Οι πιθανότητες ήταν με το μέρος μου σε αυτό. Ίσως γι’ αυτό το λόγο κιόλας να με φοβόταν. Ένας γίγαντας; Σήμερα; Σήμερα που δεν υπάρχουν θεοί; Ποιος θα τον σταματήσει να μην καταστρέψει τον κόσμο; Και ίσως, ναι, ίσως να ήξερε πως ο κόσμος ήταν ήδη κατεστραμμένος, αλλά και πάλι φοβόταν. Και με έπαιρνε από το χέρι κάθε μέρα αφού βρίσκαμε λίγο φαγητό και με πήγαινε να δω τα αρχαία και μου έλεγε μύθους και ιστορίες. Και μετά πάλι κοιμόμασταν στο ψύχος της εποχής. Ήρθε η ώρα που ο πατέρας μου πέθανε κι εμένα τότε άρχισαν οι θεοί να μου μιλάνε στα αυτιά. Και όλους τους αγαπούσα. Με την Αφροδίτη είχα κάποια προβλήματα αλλά ρε ‘σεις, είναι τόσο όμορφη, πως να της κρατήσεις κακία; Τον Άρη όμως, τον Άρη δεν τον άντεχα άλλο, και αποφάσισα να τον πολεμήσω! Κι αν η Αφροδίτη σταθεί εμπόδιο σε αυτό, αλίμονό της… Η ομορφιά της μόνο το χλευασμό της θα φέρει. Και ακόμα, δεν έχω τίποτα δικό μου, παρά όσα μου έμαθε ο πατέρας μου όταν ήμασταν άστεγοι στο δρόμο, μόνο με τροφή και νερό από ζητιανιά, αλλά με απόλυτη πιστή, αγάπη και όνειρα. Κι αυτά που μας ζεσταίνανε στο ψύχος της εποχής, με κάνουν τώρα να ελέγχω τη ζωή μου και με γιγαντώνουν να πολεμήσω ώστε να ελέγχουν όλοι τις ζωές τους. Φωτιά είναι αυτά που με ένα άρθρο μου, να, στην μεταδίδω!
Διασυνδέσεις
(Χρόνος ολοκλήρωσης επιχείρησης: 22 δευτερόλεπτα, Κόστη: δυστροφία, αερολογία, βραδύτητα, αναποφασιστικότητα, Όφελος: αξιοπιστία)
Κι ὄχι αὐταπάτες προπαντός.
Τὸ πολὺ πολὺ νὰ τοὺς ἐκλάβεις σὰ δυὸ θαμποὺς
Προβολεῖς μὲς στὴν ὁμίχλη
Σὰν ἕνα δελτάριο σὲ φίλους ποὺ λείπουν
Μὲ τὴ μοναδικὴ λέξη: ζῶ.
«Γιατὶ» ὅπως πολὺ σωστὰ εἶπε κάποτε κι ὁ φίλος μου ὁ Τίτος,
«κανένας στίχος σήμερα δὲν κινητοποιεῖ τὶς μᾶζες
Κανένας στίχος σήμερα δὲν ἀνατρέπει καθεστῶτα.»
Ἔστω.
Ἀνάπηρος, δεῖξε τὰ χέρια σου. Κρῖνε γιὰ νὰ κριθεῖς.
Επίλογος, Μανόλης Αναγνωστάκης, 1970.
Υπό την επήρεια
(Εθιστική ουσία: Τρέλα)
Κάποτε με έβγαλε ο δρόμος μου στο να γνωρίσω τυχαία, σε ένα μαγαζί για ανάπηρους που θέλουν να γνωρίσουν την ευτυχία, ένα λουλούδι.
Και βέβαια, εγώ ανάπηρος μπορεί να μην ήμουν, αλλά η γνωριμία με τα λουλούδια πάντα μου φαινόταν συναρπαστική.
Έτσι, λοιπόν, πήγα και το πότισα ποίηση.
Και το λουλούδι να μου λέει για χορούς, για έρωτες, για πάρε δώσε με τη φρίκη,
για πάρε δώσε με την πιο αποδεκτή φρίκη από όλες.
Και βέβαια, ναι, μπορεί να ήμουν και ανάπηρος, γιατί δεν τα καταλάβαινα αυτά καθόλου…
Σίγουρα, ναι, θα ήμουν ανάπηρος, γιατί τελικά μόνο από ποίηση καταλάβαινα…
Και σιγά σιγά αυτό το λουλούδι, που ήταν όντως από τα πιο όμορφα λουλούδια που έχω δει,
μου αποκάλυψε το σχέδιο του να με σκοτώσει…
Τόση ποίηση, τόσος πόλεμος που έμεινα ανάπηρος, και πρώτη φορά βρέθηκα σε αυτό το τέλμα.
Μπορεί αυτό το λουλούδι, το τόσο όμορφο, να σκοτώσει έναν ανάπηρο άνθρωπο;
Κι αν ήθελε να με σκοτώσει, γιατί μου το είπε;
Τόση αμφιβολία είχα μέσα μου μετά που κατέφυγα στο Μαντείο των Τρελών για χρησμό,
και έπειτα κατέληξα πως αυτό το λουλούδι είναι το πιο θανατηφόρο λουλούδι που υπάρχει…
Πήρα ένα όπλο, έκανα το θαύμα και σηκώθηκα και περπάτησα, έστησα τον κορμό μου παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή, και κινήθηκα προς το μέρος που τα λουλούδια συχνάζουν.
Εκεί το πέτυχα…
Μύριζαν τα λουλούδια το ένα το άλλο, παίζανε με τις μέλισσες και τις πεταλούδες και, καμιά φορά, αναμιγνύανε τα χρώματά τους.
Έπειτα γυρνούσαν στις γλάστρες και στους αγρούς τους και κάνανε τα κορόιδα,
και λέγανε κρυφά στα φύλλα που έφερνε ο αέρας κοντά τους ανά περιόδους αυτό που θεωρούσαν κατόρθωμα,
το να μυρίζουν το ένα το άλλο δηλαδή, το να παίζουν, και το να αναμιγνύουν τα χρώματα τους…
Εγώ παρακολουθούσα με το όπλο μου στην τσέπη και κρυμμένος,
καραδοκώντας μέχρι την κατάλληλη στιγμή.
Αλλά αργούσε…
Έφταιγε αυτή η ομίχλη, η πολλή ομίχλη της εποχής, που δε με άφηνε να βρω την ευκαιρία μου για φόνο…
Και δε μιλάω για δολοφονία, όχι, κανένας δόλος.
Εδώ ήταν θέμα εκδίκησης, θιγόταν η τιμή μου…
Εγώ άξιζα περισσότερο στην αγορά, αλλά αυτό το λουλούδι, το πιο θανατηφόρο όλων, εκτιμούσε λάθος τις τιμές,
και έχοντας πουλήσει ήδη τα πέταλα και τον κορμό του, χωρίς να γνωρίζει ότι η γύρη δεν πουλιέται ακόμα κι αν πωληθεί,
είχε σκοπό να πουλήσει και τα δικά μου πέταλα, και τον δικό μου κορμό.
Κι έκανε τις επαφές του για να βρει τις προσφορές που φανταζόταν ως καλύτερες,
και συνέχιζε να μυρίζει άλλα λουλούδια, να παίζει με μέλισσες και πεταλούδες, και να αναμιγνύει χρώματα…
Ώσπου ανάμειξη στην ανάμειξη, την πάτησε, κι έγινε μαύρο σαν κατράμι,
κι εγώ ακόμα καραδοκούσα.
Λοιπόν, μέχρι τότε είχα ορκιστεί να βοηθάω τους ανθρώπους,
αλλά αυτό το θανατηφόρο λουλούδι, λίγο πριν μαραθεί από την μαυρίλα, άρχισε να πιστεύει σε κάποια αόρατη δύναμη που το κοιτάει.
Δεν το καταλάβαινε, αλλά εγώ που το έβλεπα, καταλάβαινα τα σημάδια που μου δείχνανε πως με ψάχνει,
και βρήκα την ευκαιρία μου.
Πήγα εκεί που θα μύριζε τα άλλα λουλούδια, προσπέρασα τις μέλισσες και τις πεταλούδες, και μιας και δεν είχε πια άλλα χρώματα να αναμείξει και μόνο τα άλλα μαύρα θα το πλησιάζανε,
αυτό εκμεταλλεύτηκα.
Λέω: «Έλα, πάμε στο μέρος που μυρίζουν τα ρούχα μου πως κατοικώ, να παίξουμε με τη γύρη μας που δεν πουλιέται, και να αναμείξουμε το λευκό μου με το μαύρο σου να δούμε τι θα βγει…».
Τράβηξα το όπλο, πάτησα την σκανδάλη αποφασισμένος, και το σκότωσα…
Ναι, στόχευσα και πυροβόλησα ένα λουλούδι, δεν ντρέπομαι για αυτό.
Ήταν όμορφος ο θάνατός του όσο και η αθωότητα της νιότης του.
Από τότε το λουλούδι αυτό μύριζε ζωή, έπαιζε με τα ψάρια της καρδιάς μου, και είχε το χρώμα του δικαίου,
μα σε άλλον κόσμο πια.
Κώδικας ανατροπής
(Ανωτέρα εξίσωση: Π=Α/3, Λαϊκή σοφία: Α=Ω/Γ)
Στέλνει ο Ποσειδώνας τον Ερμή στον Άδη για να μεταφέρει κάποια μηνύματα των άστρων.
Οι νεκροί βέβαια τα ξέρουν αλλά οι ζωντανοί τα είχαν ξεχάσει.
Με τα μηνύματα μαζί μεταφέρονται και κύματα,
οι νεκροί τα αμολάνε στον Πάνω Κόσμο και η θάλασσα αγριεύει,
και οι νεκροί που ετοιμάζονταν καιρό στον Κάτω Κόσμο, γίνονται κι οι ίδιοι κύματα…
Η θάλασσα πια δεν είναι μόνο αλμυρό νερό και υποθαλάσσια ζωή και σκουπίδια,
Μα ο καινούριος κόσμος των θεών,
στον οποίο οι ζωντανοί βασιλεύουν.
Φωτιά, εκρήξεις, σφαίρες και θαύματα,
σκληρή ζωή που περιμένουν μόνο όσοι ξέρουν τι σημαίνει ζωή,
που ονειρεύτηκαν μιαν άλλη ζωή και σκοπεύουν να την μάθουν,
για να την φέρουν.
Έρωτες που δεν διανοούνται οι δειλοί, τιποτένιοι, παρηκμασμένοι ηγέτες μας κι όσοι τους μοιάζουν.
Άνθρωποι που δεν μπορούν να φανταστούν πως υπάρχουν σε αυτήν την εποχή, σε αυτήν τη χώρα…
Κούνια που τους κούναγε!
Μόλις κοιταχτούμε στα μάτια μαζί τους, θα καταλάβουν τι θα πει μύθος, τι θα πει όνειρο, τι θα πει αγάπη,
και θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα καταλάβουν…
Και μετά, οι μύθοι θα ριζώσουν και πάλι, τα άστρα θα ανθίσουν στη λεύτερη γη μας, το όνειρο θα μας τρελάνει από αγάπη με το φως των φιλιών του.
Ζωή, κάνε μας να ερωτευτούμε το μέλλον που θα φέρει την αυριανή ευτυχία του κόσμου, κι εμείς θα το κυνηγήσουμε και θα ταχθούμε σε αυτό μέχρι τέλους.
Comments
No Comments