Emma Amos: μια δυναμική ζωγράφος και ακτιβίστρια.
Emma Amos: μια δυναμική ζωγράφος και ακτιβίστρια που, με το ασίγαστο πάθος της, ενέπνευσε τον αγώνα ενάντια στον ρατσισμό και τον σεξισμό
Η Emma Amos (1937 Atlanta –2020 Bedford) υπήρξε μία πρωτοποριακή καλλιτέχνιδα, εκπαιδευτικός και ακτιβίστρια. Μια δυναμική ζωγράφος που διέθετε το χάρισμα της αριστοτεχνικής χρήσης των χρωμάτων. Η σταθερή αφοσίωσή της στην ανατροπή του καλλιτεχνικού-ιστορικού status quo της εποχής της απέδωσε ένα σύνολο αξιόλογων έργων. Επηρεασμένη από τη σύγχρονη δυτικοευρωπαϊκή τέχνη, τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, το κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων και τον φεμινισμό, η Amos επιχείρησε μέσω της τέχνης της να εξερευνήσει την πολιτική του πολιτισμού και να αναδείξει ζητήματα, όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός και ο εθνοκεντρισμός.
«Ήταν πάντοτε ο ισχυρισμός μου, δήλωσε κάποτε η Amos, ότι για εμένα, μια μαύρη γυναίκα καλλιτέχνη, το να μπω στο στούντιο αποτελεί από μόνο του πολιτική πράξη!»
Τα παιδικά χρόνια της Emma
Η Έμμα γεννήθηκε το 1937 στην Ατλάντα της Τζόρτζια. Οι γονείς της, India De Laine Amos και Miles Green Amos διατηρούσαν εκεί δικό τους φαρμακείο. Ωστόσο, είχαν πολλές διασυνδέσεις με αφροαμερικανούς εκπροσώπους της διανόησης της Ατλάντα, συμπεριλαμβανομένης της συγγραφέως Zora Neale Hurston και του κοινωνιολόγου και ακτιβιστή W. E. B. Du Bois.
Η Amos πολύ νωρίς επέδειξε μια ασυνήθιστη έλξη για τις τέχνες, μια τάση που οι γονείς της ενθάρρυναν κι ενίσχυσαν. Όταν ήταν πολύ μικρή, δημιούργησε μόνη της τις δικές της χάρτινες κούκλες κι έμαθε να σχεδιάζει. Σε ηλικία μόλις 11 ετών παρακολούθησε τα πρώτα της μαθήματα τέχνης στο «Morris Brown College» και μερικά από τα έργα της συμπεριλήφθηκαν σε εκθέσεις τέχνης του Πανεπιστημίου της Ατλάντα, όταν εκείνη φοιτούσε ακόμη στο Γυμνάσιο. Όταν ήταν 17 ετών ξεκίνησε σπουδές ζωγραφικής, χαρακτικής και σχεδίου στο «Antioch College» στο Yellow Springs του Οχάιο. Στο τέταρτο έτος φοίτησε στο «Central School of Art» στο Λονδίνο. Εκεί κατέκτησε τις τεχνικές της εκτύπωσης, της χαρακτικής και μυήθηκε στη ζωγραφική με λάδια.
«Όταν ήμουν μικρή, παρόλο που η Ατλάντα και οι περισσότερες πόλεις ήταν διαχωρισμένες, οι τέχνες, τα σχολεία και οι έξυπνοι δημιουργικοί άνθρωποι ήταν «φάροι φωτός». Η πόλη ήταν ένα καλό μέρος για μαύρους ανθρώπους με μεγάλα όνειρα και συνεχίζει να είναι ένας σημαντικός τόπος για κολέγια, επιχειρήσεις, καλλιτέχνες και πολιτικές προσωπικότητες. Είναι σημαντικό για εμένα να επισημάνω ότι οι γονείς μου -και οι δύο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης- είχαν πατεράδες που γεννήθηκαν σκλάβοι. Αυτός ήταν ένας καλός λόγος για τον αδερφό μου, τον Λάρι, κι εμένα να πιστεύουμε ότι έπρεπε να συνεχίσουμε να διαπρέπουμε ακόμα και υπό πολύ δύσκολες συνθήκες, όπως ακριβώς έκανε και η οικογένειά μας», αναφέρει η ίδια.
H καλλιτεχνική της πορεία
Το 1960, μετά την πρώτη της έκθεση στην «Alexander Gallery» στην Ατλάντα, η Amos μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, επιδιώκοντας να ενταχθεί σε μια πιο συναρπαστική καλλιτεχνική σκηνή. Ωστόσο, στο «Big Apple» δεν βρήκε το ανοιχτόμυαλο, προοδευτικό και χωρίς προκαταλήψεις περιβάλλον που αναζητούσε. Δεν μπορούσε να βρει δουλειά ή να εκθέσει τα έργα της επειδή οι γκαλερί τέχνης, τα στούντιο και τα κολέγια την απέρριπταν, χρησιμοποιώντας ως κριτήρια: την ηλικία, το φύλο και το χρώμα του δέρματός της.
Ωστόσο, εκείνη δεν εγκατέλειψε τα όνειρα της. Ξεκίνησε να εργάζεται ως βοηθός στο «Dalton School», όπου τελικά είχε την ευκαιρία να γνωρίσει σημαντικές προσωπικότητες της καλλιτεχνικής σκηνής του East Hampton. Στη συνέχεια, συνεργάστηκε με τη σχεδιάστρια υφασμάτων Dorothy Liebes ως υφάντρια και σχεδιάστρια, κάτι που την έκανε να ερωτευτεί τα υφάσματα! Μάλιστα, μπορεί να διακρίνει κανείς την πρωτότυπη τεχνική της, που περιλαμβάνει την ανάμειξη ζωγραφικής και υφασμάτων, σε πολλά από τα έργα της, θολώνοντας έτσι σκόπιμα τις έμφυλες γραμμές μεταξύ χειροτεχνίας και καλών τεχνών. Διατήρησε αυτή την πρακτική σε όλη την υπόλοιπη καριέρα της, κατά την οποία δεν έχασε στιγμή το δια βίου πάθος της για το χρώμα, τον ακτιβισμό και την τεχνική καινοτομία.
Η εμπειρία της διευρύνθηκε σημαντικά μετά τη συνεργασία της με τον Letterio Capalai στα στούντιο χαρακτικής του, και κατόπιν της ένταξής της στο Εργαστήρι χαρακτικής του Robert Blackburn. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης συνάντησε τη Hale Woodruff, μια καλλιτέχνιδα που γνώριζε προσωπικά τους γονείς της και δίδασκε εκεί, εκείνη την εποχή. Έκτοτε, η Woodruff έγινε επιστήθια φίλη της Emmas και ήταν εκείνη που μετέπειτα τη σύστησε στη «Spiral» και τα μέλη της.
Η σύντομη συμμετοχή της στην ομάδα «Spiral»
Οι «Spiral» ήταν μια καλλιτεχνική ομάδα που σχηματίστηκε το 1963 από τους: Romare Bearden, Charles Alston και Norman Lewis, έπειτα από μια Πορεία για τα εργασιακά και την ελευθερία, στην Ουάσιγκτον. Ήταν μια συλλογικότητα 15 αφροαμερικανών καλλιτεχνών, που φιλοδοξούσε να αποκτήσει ρόλο και «φωνή» στον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα. Η Amos εντάχθηκε στους Spiral κι έγινε η πρώτη και παραδόξως η μοναδική γυναίκα -μέλος του γκρουπ! Αλλά σύντομα διαπίστωσε ότι η προσπάθεια για την εκπροσώπηση των μαύρων στον κόσμο της τέχνης συχνά παρέλειπε τις γυναίκες. Έτσι, υπέθεσε ότι την είχαν τελικά επιλέξει επειδή, ως νεαρή γυναίκα, δεν αποτελούσε γι’ αυτούς «απειλή». Το γκρουπ πραγματοποίησε μία μονάχα έκθεση με ασπρόμαυρα έργα το 1965, και διαλύθηκε το επόμενο έτος. Ωστόσο, στη σύντομη δράση του κατάφερε να ξεκινήσει έναν πολύτιμο διάλογο σχετικά με τον ρόλο και τα δικαιώματα των αφροαμερικανών καλλιτεχνών και της «black art» του 20ού αιώνα.
«Αυτό που επιθυμώ
είναι οι άνθρωποι να μάθουν
και να νιώσουν την απέχθειά μου
για τον διαχωρισμό σε:
«τέχνη» και «μαύρη τέχνη».
Ναι, υπάρχουν προνόμια φυλής,
φύλου, τάξης και εξουσίας
και στον κόσμο της τέχνης»
Η κολλεκτίβα «Heresies» και η φεμινιστική ομάδα «Guerrilla Girls»
Η Amos δεν είχε ενταχθεί σε κάποια φεμινιστική ομάδα ή κίνημα μέχρι το 1982. Εκείνη τη χρονιά έμαθε για τη «Heresies Collective» χάρη σε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της, τη συγγραφέα και κριτικό τέχνης Lucy Lippard. Ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη το 1976 και πρόκειται για μια ομάδα γυναικών καλλιτεχνών και διανοουμένων, οι οποίες ευελπιστούσαν να μοιραστούν μια νέα οπτική αναφορικά με την τέχνη και την πολιτική. Παλαιότερα, οι γυναίκες απεικονίζονταν, ζωγραφίζονταν κι αντιπροσωπεύονταν κυρίως από άνδρες. Η Heresies Collective, όμως, προσδοκούσε να αφήσει τις γυναίκες να εκφραστούν και να εκπροσωπηθούν, χωρίς τα εμπόδια της θεσμικής καλλιτεχνικής σκηνής. Μία από τις κύριες δραστηριότητές τους ήταν το ομώνυμο περιοδικό τους: Μια φεμινιστική έκδοση για την τέχνη και την πολιτική, η οποία κυκλοφόρησε για περισσότερα από 15 χρόνια. Το 2009, η Joan Braderman, γύρισε ένα ντοκιμαντέρ για τη συλλογικότητα «Heresies» με τη συμμετοχή της Amos και πολλών άλλων παλαιότερων μελών. Η Emma συμμετείχε επίσης στις «Guerrilla Girls», μια υπόγεια ομάδα φεμινιστριών καλλιτεχνών, η οποία εξακολουθεί να δραστηριοποιείται και να αγωνίζεται ενάντια σε κάθε είδους διάκριση.
Η Άμος είχε επίσης μια σπουδαία καριέρα ως εκπαιδευτικός. Φαίνεται να αντιλήφθηκε σύντομα ότι, για να επέλθει μια πραγματική αλλαγή, είναι θεμελιώδες να εκπαιδεύεις και να διαμορφώνεις τις μελλοντικές γενιές. Αφού δίδαξε στο Dalton, το 1974 άρχισε να εργάζεται στη «Σχολή Καλών και Βιομηχανικών Τεχνών» του Newark. Στη συνέχεια, έγινε καθηγήτρια και αργότερα πρόεδρος του Τμήματος Εικαστικών Τεχνών στο «Mason Gross School of Art», στο Πανεπιστήμιο Rutgers. Εργάστηκε εκεί από το 1980 έως το 2008, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Εν τω μεταξύ, προηγουμένως, είχε παντρευτεί τον Robert Levine με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, την India και τον Nicholas. Συνέχισε να εργάζεται ως ζωγράφος, δασκάλα και χαράκτρια.
Το ύφος και οι τεχνικές της
Οι ζωντανοί και δυναμικοί πίνακες της Amos είναι συχνά μια «γιορτή του μαύρου σώματος», υπενθυμίζοντας σταθερά στον θεατή, στον κριτικό και στον κόσμο της τέχνης γενικότερα την αναμφισβήτητα σημαντική παρουσία του μαύρου γυναικείου κορμιού, που τόσο συχνά αγνοείται. Τα πρώιμα έργα της, επηρεασμένα έντονα από τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό, την Pop Art και το κίνημα του Color Field, παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον αναφορικά με τους πειραματισμούς στα χρώματα και τον χώρο.
Στο ξεκίνημα της καριέρας της στη Νέα Υόρκη, σχεδίαζε συχνά τον εαυτό της σε πίνακες με τολμηρές και πολύχρωμες συνθέσεις. Το σχετικά ανέμελο ύφος αυτών των έργων της έδωσε τη θέση του σε πιο ώριμες αναπαραστάσεις των ταυτόχρονων -πολλαπλών ρόλων της Amos ως μητέρα, σύζυγος και καλλιτέχνιδα.
Σε ένα από αυτά, η Amos παρουσίασε για πρώτη φορά τη φιγούρα της με την υπογραφή της. Αυτή η συχνή τάση αποτύπωσης του χρώματος και της κίνησης στις δημιουργίες της, σε συνδυασμό με τον ολοένα κι αυξανόμενο κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό της, δημιούργησε τη σειρά της με τίτλο «Αθλητές και ζώα» στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στους συγκεκριμένους πίνακές της, εξετάζει την ομορφιά και τη δύναμη των αφροαμερικανών αθλητών και των άγριων ζώων – μια ρατσιστική σύγκριση που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για να υποτιμήσει τους μαύρους άνδρες και γυναίκες. Η μετέπειτα σειρά της «Falling» σχετίζεται με τις αγωνίες της ίδιας της Amos γύρω από θέματα, όπως: η συνεχής ροή της ιστορίας και η φθαρτότητα των φυσικών χώρων και της ανθρώπινης ύπαρξης. Απεικόνισε χορευτές, τραγουδιστές και άλλες φιγούρες να τρέχουν, να γλιστρούν και να πέφτουν σε αφηρημένους χώρους, ανάμεσα σε εμβληματικά και κλασικά αρχιτεκτονικά κτίρια, μυθολογικά μοτίβα και καλλιτέχνες-σύμβολα της τζαζ μουσικής και των blues, ώστε να εκφράσει δημιουργικά τις δικές της κοινωνικές και προσωπικές ανησυχίες. Για τον Jeff Lee, συνιδρυτή της στη γκαλερί «Ryan Lee» στη Νέα Υόρκη:
«το έργο της συμβολίζει την ιδέα ότι ο άνθρωπος δεν είναι μια σταθερή ύπαρξη — υπάρχει ολίσθηση, ότι μπορεί κανείς ακόμη και να σβηστεί από την ιστορία. Νομίζω, αυτό είναι ένα στοιχείο που αντανακλά έντονα τη σύγχρονη εποχή».
Η αμερικανική και η συνομοσπονδιακή σημαία εμφανίζονται συχνά στα έργα της, αντανακλώντας την εννοιολογική και ιστορική σημασία της εθνικιστικής, κοινοτικής και ρατσιστικής φύσης αυτών των συμβόλων στην κοινωνία. Σαν αποτέλεσμα, κατά τη δεκαετία του 1990, το «x» της Συνομοσπονδίας λογόκρινε πολλά από τα έργα της.
Το 2016, έλαβε το βραβείο «Larry D. and Brenda A. Thompson» του Μουσείου Τέχνης της Τζόρτζια και τιμήθηκε από το Studio Museum στο Χάρλεμ ως «Icon and Trailblazer», μαζί με τις Faith Ringgold και Lorraine O’Grady. Έργα της φιλοξενούνται σε περισσότερες από 40 συλλογές μουσείων, ενώ κάποια από αυτά συμπεριλήφθηκαν στην περιοδεύουσες εκθέσεις –ορόσημο, με τίτλο «Soul of a Nation: Art in the Age of Black Power» και «We Wanted a Revolution: Black Radical Women 1965–1985».
Η Emma, ρομαντικά φιλόδοξη και ιδεαλίστρια, επιθυμούσε έναν κόσμο χωρίς διακρίσεις, τουλάχιστον στο μαγικό σύμπαν της τέχνης. Χρειάστηκε να αποδεχτεί και να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι τα καλλιτεχνικά ιδρύματα δεν ήταν ιδιαίτερα συμπεριληπτικά όσον αφορά τους αφροαμερικανούς καλλιτέχνες. Για κάποιους, ο διαρκής αγώνας για την επικράτηση ενός δίκαιου κόσμου, απαλλαγμένου από ανισότητες και διαχωρισμούς, αποτελεί μια ουτοπία, μια μάταιη κι ανούσια κατασπατάληση δυνάμεων. Ωστόσο, η ίδια επέλεξε μέχρι τέλους να μην παραιτηθεί, και να παλέψει για εκείνον τον ιδανικό κόσμο που –πεισματικά- δεν έπαψε ποτέ να ονειρεύεται.
Comments
No Comments