Κάν’ το όπως η Hannah Wilke: όταν ο σεξισμός «σε πιάνει από τον λαιμό», φτύσε στα μούτρα του τις μασημένες τσίχλες σου!
Η Hannah Wilke ήταν φεμινίστρια Αμερικανίδα εικαστικός, που δραστηριοποιήθηκε καλλιτεχνικά στους τομείς της γλυπτικής, του body art, της φωτογραφίας και του performance. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη με το όνομα Arlene Hannah Butter στις 7 Μαρτίου του 1940. Το έργο της χαρακτηρίζεται από μεταμοντερνιστικά στοιχεία, καταρρίπτοντας τις διακρίσεις μεταξύ υψηλής τέχνης και λαϊκής κουλτούρας, καθώς απορρίπτει συνειδητά τα παραδοσιακά υλικά των «Καλών Τεχνών», αμφισβητεί τους ισχύοντες κανόνες και χρησιμοποιεί ως βάση το ίδιο το ανθρώπινο σώμα. Οι δημιουργίες της, κατά καιρούς αμφιλεγόμενες, απέκτησαν φήμη στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές των 70’s, όταν εισήγε σε αυτές αναφορές στα γυναικεία γεννητικά όργανα, την άποψη και τις προσδοκίες της κοινωνίας για τις γυναίκες, και τη σεξουαλική αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος. Η τέχνη της -στις διάφορες μορφές της κι ενσωματώνοντας συχνά τον εαυτό της σε αυτή- έθεσε υπό αμφισβήτηση την κυριαρχία της πατριαρχικής κοινωνίας και τις επιπτώσεις της στον ρόλο και τη θέση των γυναικών, και προώθησε την ιδέα της ελευθερίας που πρέπει να αισθάνεται το άτομο, όσον αφορά την απελευθέρωση του σώματός του –είτε μέσω της φυσικής εμφάνισής του είτε μέσω της συνειδητής επιλογής της μη τήρησης των εκάστοτε κοινωνικών προτύπων. Έτσι, το όνομα της Wilke συνδέθηκε συχνά με έργα των: Louise Bourgeois, Marina Abramovic και Eva Hesse.
Το αντισυμβατικό έργο της με τίτλο: «S.O.S. Starification Object Series», 1974-1982, ίσως η πιο αξιοσημείωτη σειρά έργων της Wilke
Η σειρά αυτή των ερμηνευτικών αυτοπροσωπογραφιών της, όπως τα ονόμασε η ίδια, αποτελούνταν αρχικά από 28 ασπρόμαυρες φωτογραφίες/αυτοπορτρέτα της. Κάθε εικόνα αναπαριστά πόζες από εντυπωσιακά μοντέλα που φιλοξενήθηκαν σε σελίδες
περιοδικών και ημερολογίων, προσθέτοντας, ωστόσο, πάνω στο σώμα της «ουλές» φτιαγμένες από τσίχλες σε σχήμα αιδοίου.
Αργότερα, σε μια performance της στο Παρίσι το 1975 η Wilke ζήτησε από το κοινό να μασήσει μια τσίχλα και να της την επιστρέψει, ώστε να την κολλήσει στο γυμνό κορμί της. Κάθε κομμάτι τσίχλας, αφού έχει χάσει τη γλυκύτητα του, απομένει μονάχα ένα τεχνητό και άγευστο καουτσούκ. Έπειτα, τεντώνεται και αναδιπλώνεται σε μικροσκοπικά σχήματα με των γυναικείων γεννητικών οργάνων. Μέσω της πράξης της αναδίπλωσης, η Wilke επιχειρεί να καταγγείλει τον μόχθο και τις συνθήκες της γυναικείας εργασίας, συχνά μη αναγνωρισμένης και απλήρωτης, όπως είναι οι δουλειές του σπιτιού και η εξ’ ολοκλήρου φροντίδα της οικογένειας.
Στις φωτογραφίες αυτές η Wilke φοράει μαντήλα, έχει ρόλεϋ για μπούκλες στα μαλλιά της, λύνει μια ποδιά νοικοκυράς, ποζάρει τόπλες με τζιν παντελόνι. Κάθε εικόνα της προκαλεί το ανδρικό βλέμμα και αφήνει αιχμές για την αντικειμενοποίηση των γυναικών μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Από τις σελίδες του Playboy μέχρι τις υποβλητικές πόζες μοντέλων που χρησιμοποιούνται στις διαφημίσεις, οι γυναίκες απεικονίζονται ως απλά ένα όμορφο «αντικείμενο», χωρίς δράση και επιλογή. Μοιάζουν απλώς διακοσμητικές, φτιαγμένες να είναι ελκυστικές και στολισμένες με μακιγιάζ και κομψά ή σέξι ρούχα, καμωμένες όχι για να δέχονται, αλλά για να προσφέρουν ευχαρίστηση στους άλλους. Ο τίτλος του συγκεκριμένου έργου έχει πολλές αναφορές, αρχικά με τη λέξη «SOS» ως μια κραυγή για βοήθεια, μια έκκληση να ακούσουμε τις γυναίκες. Δεύτερον, με τον όρο «starification» (με επίκεντρο τη λέξη star), άρα τη δημιουργία μιας διασημότητας, μιας σταρ λατρεμένης από όλους. Η ίδια λέξη μπορεί να διαβαστεί και ως «τραύμα», κάτι που αφήνει, δηλαδή, ένα μόνιμο σημάδι στο σώμα. Άλλωστε, η Wilke απολάμβανε τα λογοπαίγνια στα έργα της, αφήνοντας χώρο για διφορούμενες ερμηνείες και γόνιμη αμφισβήτηση!
Η επιλογή της χρήσης τσίχλας εξηγείται από την ίδια σε δήλωσή της σε ένα τεύχος του περιοδικού «Art News» το 1980:
«Επέλεξα την τσίχλα, γιατί είναι η τέλεια μεταφορά
για τη μέση Αμερικανίδα –μάσησέ την,
κράτησε ό,τι θέλεις από αυτή,
φτύσ’ τη, κι έπειτα φτιάξε κάτι καινούριο
που θα έχει κάτι να πει!»
O φεμινισμός μέσω της τέχνης της Hannah
Καθώς το φεμινιστικό και γυναικείο απελευθερωτικό κίνημα άρχισε να εξελίσσεται στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η πρώιμη καλλιτεχνική έρευνα της Wilke επικεντρώθηκε στις διάφορες μορφές των γυναικείων γεννητικών οργάνων, των οποίων η ρητή χρήση κι απεικόνιση στην τέχνη σπάνια ίσχυε ως τότε. Τα γλυπτά της, που δημιουργήθηκαν αρχικά από τερακότα κι αργότερα από αντισυμβατικά υλικά όπως λατέξ, γόμες και τσίχλες, κατασκευάστηκαν ώστε να μοιάζουν με αιδοία. Καθώς οι γυναίκες παραγκωνίζονταν συχνά από την ιστορία της τέχνης, κι αποκλείονταν από την εκπαίδευση στον συγκεκριμένο χώρο, η Wilke επικεντρώθηκε στο να παρουσιάζει αιδοιογενείς μορφές, κι όχι φαλλικές. Τα καθημερινά υλικά που χρησιμοποιούσε αποτελούν απόδειξη της εφευρετικότητάς της και μαρτυρούν την επιρροή του Marcel Duchamp στο έργο της.
«Για να ανατρέψουν τις αυτό-προκαταλήψεις,
οι γυναίκες πρέπει να πάρουν οι ίδιες τον έλεγχο,
και να υπερηφανεύονται για τον αισθησιασμό τους
με τους δικούς τους όρους,
χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τους τις έννοιες
που δημιουργούνται από την κουλτούρα
και τα εκάστοτε κοινωνικά στερεότυπα»
Η πρώτη της ολοκληρωμένη έκθεση της Wilke σε μουσείο πραγματοποιήθηκε στο «Πανεπιστήμιο Irvine» της Καλιφόρνια το 1976, και η πρώτη της αναδρομική έκθεση στο «Πανεπιστήμιο του Μιζούρι» το 1989. Μετά τον θάνατό της, έργα της έχουν παρουσιαστεί σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, καθώς και έρευνες για την γυναικεία τέχνη, συμπεριλαμβανομένου
του project: «WACK ! Η Τέχνη και η Φεμινιστική Επανάσταση» στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Λος Άντζελες, και τη μελέτη «Revolution in the Making: Abstruct Sculpture by Women (1947 – 2016). Η Συλλογή και το Αρχείο της Hannah ιδρύθηκε το 1999 από την αδερφή της, Marsie Scharlatt, και την οικογένειά της και εκτίθεται στην «Alison Jacques Gallery» του Λονδίνου από το 2009. Το χαρακτηριστικό πορτρέτο της Hannah περιλαμβάνεται στην εμβληματική αφίσα του 1972 «Some Living American Women Artists» της φεμινίστριας και ακτιβίστριας (χαράκτριας, ζωγράφου και φωτογράφου), Mary Beth Edelson.
Ο θάνατος της και το έργο «Intra-Venus»
Η Hannah Wilke πέθανε από λέμφωμα στο Χιούστον του Τέξας, το 1993. Το τελευταίο της έργο «Intra-Venus» (1992–1993) είναι μια μεταθανάτια δημοσιευμένη φωτογραφική καταγραφή της φυσικής της μεταμόρφωσης και της σωματικής φθοράς που προέκυψε από τις χημειοθεραπείες και τη μεταμόσχευση μυελού των οστών, στα οποία υποβλήθηκε. Οι συγκεκριμένες φωτογραφίες -που τραβήχτηκαν από τον σύζυγό της Donald Goddard με τον οποίο ζούσε από το 1982 και παντρεύτηκε το 1992, λίγο πριν από τον θάνατό της- είναι προσωπικές εικόνες της Wilke που δείχνουν την εξέλιξή της από την ευτυχία της μέσης ηλικίας μέχρι το στάδιο της οριστικής επιδείνωσης της υγείας της, όπου φαίνεται καταβεβλημένη, παραιτημένη κι έχοντας χάσει όλα της τα μαλλιά. Το έργο «Intra-Venus» αντικατοπτρίζει επίσης το φωτογραφικό της δίπτυχο «Portrait of the Artist with Her Mother, Selma Butter», 1978–82, που απεικόνιζε τον συγκινητικό αγώνα της μητέρας της για την καταπολέμηση του καρκίνο του μαστού, και το οποίο εκτέθηκε και δημοσιεύτηκε μεταθανάτια, εν μέρει ως ενίσχυση της πεποίθησης της Wilke ότι οι κλινικές διαδικασίες κρύβουν τους ασθενείς, σαν ο θάνατος να αποτελεί «προσωπική ντροπή».
Γιατί μια γυναίκα πρέπει πάντα να αμφισβητείται…
Η Hannah εξέθεσε τις ανατρεπτικές δημιουργίες της σε εθνικό και διεθνές επίπεδο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της, αναδεικνύοντας ζητήματα όπως: ο φεμινισμός, ο ρόλος της γυναικείας φιγούρας και η πλαστικότητα του σώματος. ‘Ελαβε αρκετά τιμητικά βραβεία και διακρίσεις, όπως την «Υποτροφία Guggenheim», τις επιχορηγήσεις του Ιδρύματος «Pollock-Krasner» και το «Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης». Σήμερα, έργα της φιλοξενούνται στις μόνιμες συλλογές διάφορων καλλιτεχνικών χώρων και ιδρυμάτων: «Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης» TATE, «Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης», «Centre Georges Pompidou», «Μουσείο Solomon R. Guggenheim», «Museo Nacional Centro de Arte Reina Sofia».
Ωστόσο, παρότι πλέον η Wilke θεωρείται μια εμβληματική και πρωτοποριακή καλλιτέχνιδα, στην αρχή της καριέρας της δέχτηκε αυστηρή κριτική για τη συχνή απεικόνιση του εαυτού της στις φωτογραφίες και τις performances της. Η κριτικός τέχνης Ann-Sargent Wooster έχει αναφέρει πως η ταύτιση της Wilke με το φεμινιστικό κίνημα προκαλούσε σύγχυση λόγω της ομορφιάς της —οι αυτοπροσωπογραφίες της έμοιαζαν περισσότερο με ένα τεύχος του Playboy, παρά με τα τυπικά φεμινιστικά γυμνά. Θεωρούσε ότι το πρόβλημα που αντιμετώπισε η Wilke είναι πως ήταν συμβατικά αρκετά όμορφη ώστε να την πάρουν στα σοβαρά, κι ότι η ομορφιά και ο αυτο-απορροφημένος ναρκισσισμός της αποσπούσαν την προσοχή από την αντιστροφή της ηδονοβλεψίας, που είναι εγγενής στις γυναίκες ως σεξουαλικά αντικείμενα. Μια κριτική που φυσικά κατέρρευσε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η Wilke άρχισε να καταγράφει τη φθορά του σώματός της από το λέμφωμα. Η ίδια η Hannah φαίνεται πως έδωσε τη δική της ξεχωριστή απάντηση σε όσους συσχέτιζαν το σώμα και την ομορφιά της με τη δουλειά της, λέγοντας:
«Οι άνθρωποι μου λένε συνέχεια αυτή τη μαλακία…
-Τι θα έκανες αν δεν ήσουν τόσο υπέροχη;
Τι διαφορά έχει;
Οι πανέμορφοι άνθρωποι πεθαίνουν,
όπως ακριβώς πεθαίνουν και όσοι
στερεοτυπικά θεωρούνται «άσχημοι».
Όλοι πεθαίνουν…»
Comments
No Comments