influencemag.gr
Ο Βασίλης Καρκατσέλης γεννήθηκε στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, ενώ τα τελευταία χρόνια ζει και “δημιουργεί” στη Θεσσαλονίκη. Στην μέχρι τώρα αξιόλογη πορεία του, έχει παρουσιάσει τη χαρακτική και ζωγραφική του εργασία σε 11 ατομικές και πάνω από 50 ομαδικές εκθέσεις, σε Ελλάδα και εξωτερικό. Ομοίως, τη φωτογραφική του σε 33 ατομικές και πάνω από 100 ομαδικές εκθέσεις στα περισσότερα σχεδόν διεθνή φωτογραφικά φεστιβάλ και μπιενάλε, μερικές από τις οποίες βρίσκονται σε περιοδεία… Έχει εκδώσει διάφορα έντυπα με κείμενα και φωτογραφίες του και έχει διατελέσει μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Μουσείου Φωτογραφίας της Θεσσαλονίκης. Μεταξύ άλλων, το 1984 ιδρύει τη Φωτογραφική Ομάδα Τριανδρίας, γνωστή σε όλους σαν “Φωτογραφικό Κέντρο Θεσσαλονίκης” και έως σήμερα είναι Πρόεδρος της Καλλιτεχνικής του Επιτροπής.
Οταν δεν εχουμε μοντελα και φιλους

Αεικίνητος και αέναος εραστής της τέχνης, ταξιδεύει συχνά “ανιχνεύοντας νέους ορίζοντες” και πολλές φορές συμμετέχει σε διάφορες δραστηριότητες καλλιτεχνικών ομάδων! Εργάζεται για τη διάδραση των τεχνών. Η φωτογραφία, πέρα από τέχνη, είναι για εκείνον μορφή έκφρασης και διατύπωσης απόψεων, κοινωνικής αναμόχλευσης και επικοινωνίας. Καθώς θεωρεί τη φωτογραφία δημιούργημα του πνεύματος, συχνά τα έργα του αποτελούν μέσο προβληματισμού και θέτουν  ερωτήματα για καίρια ζητήματα, όπως ο ρόλος της φωτογραφίας, η λειτουργία της στην κοινωνία, καθώς και η σχέση της με τον χρόνο  και άλλες μορφές τέχνης. Ως γνήσιος καλλιτέχνης που δεν εφησυχάζει, τον απασχολεί τόσο η παραδοσιακή αντίληψη για τη φωτογραφία, όσο και το ταξίδι της πέραν των ορίων… Τα εκφραστικά πορτρέτα του, όπως εξηγεί και ο ίδιος,

είναι ένας σταθερός άξονας να συνδέεται με τη φωτογραφική παράδοση, σαν αντίδραση στην άλλη φωτογραφία του, αυτήν που ενδέχεται να χαρακτηριστεί ως εικαστική, πειραματική, έρευνας ή «φωτογραφία για τη φωτογραφία», κατά το τέχνη για την τέχνη…” Κάθε φωτογραφία του Βασίλη Καρκατσέλη είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι… Κάθε διάλογος μαζί του, μία διδακτική και συνάμα πολύτιμη εμπειρία… 

INNER - VIEW

Χαρἀ Ευδαἰμων

Ποια είναι η μοναδική γνώση που θα θέλατε να κατέχετε όταν τραβήξατε τις πρώτες σας φωτογραφίες;

Πολύ μακρινή εποχή! Έχω κάποιες ελάχιστες εικόνες από εκείνης της εποχής τις αναζητήσεις. Η συνεχής καθημερινή επαφή με το αντικείμενο -καθόλου γραμμική, πιστέψτε με- δε μου επιτρέπει τέτοιες αναδρομές, καθώς μου καταναλώνει όλον, μα όλον, τον διαθέσιμο χρόνο και φαιά ουσία. Το εκάστοτε τώρα και το πολύ άμεσο/κοντινό μέλλον είναι που με απασχολούν πάντα κι ολιστικά. Έτσι και αλλιώς, εκείνος ο άνθρωπος, ίσως, δεν έχει κάποια σχέση με τον σημερινό. Αλλάζω συνεχώς, κι ας μένω ο ίδιος. Αλλάζουν οι στοχεύσεις μου, κι ας είναι παρεμφερής η κατεύθυνση.

Ποια ήταν η πρώτη κάμερα που χρησιμοποιήσατε και ποια εκείνη που δε θα αλλάζατε με καμία άλλη;

Η πρώτη ήταν μία LUBITEL, μία πλαστική Σοβιετική με μεγάλο αρνητικό 6Χ6. Με αυτήν έμαθα φωτογραφία, με αυτήν πήρα και τα πρώτα βραβεία μου σε διαγωνισμούς, μέχρι που σε κάποιον διαγωνισμό κέρδισα μια μικρότερη ιαπωνική, η οποία σύμφωνα με τις πληρωμένες διαφημίσεις (στα φωτογραφικά περιοδικά), ήταν «πολύ καλλιτερότερη» και η τότε αιχμή της τεχνολογίας. Από τότε πέρασαν αμέτρητες κάμερες από τα χέρια μου. Από πανάκριβες (επαγγελματικός εξοπλισμός) μέχρι πλαστικές μίας χρήσης (για έρευνα και παιχνίδι). Με καμία, όμως, δε δέθηκα ιδιαιτέρως. Εργαλεία ήταν για να κάνω τη δουλεία μου, για να ολοκληρώσω τη φωτογραφία που επιζητούσα την κάθε δεδομένη στιγμή, για το κάθε «επίκαιρο» project. Με καμία δεν απέκτησα συναισθηματικούς δεσμούς. Αντίθετα, όταν πέρναγα στην επόμενη φάση, όταν δηλαδή χρειαζόμουν μίαν άλλη καινούργια μηχανή (ικανή να πραγματώσει τα νέα μου ενδιαιτήματα, τις νέες μου απαιτήσεις), συνήθως την προηγούμενη τη χάριζα σε κάποιον μαθητή μου, σε κάποιον που δεν είχε καλλίτερη από εμέ κάμερα, σε κάποιον που αισθανόμουν ότι θα την αξιοποιούσε. Έτσι από τη μια, άδειαζα τα ράφια και το χώρο μου και από την άλλη, ξεφορτωνόμουν τις επαναλήψεις πετυχημένων συνταγών και το παρελθόν. Όταν ανιχνεύεις δρόμους για «νέους ορίζοντες», δεν κοιτάς πίσω, δε δένεσαι με αντικείμενα, τα οποία ενδεχομένως λειτουργήσουν σα βαρίδια. Οι «γκρεμοί» είναι πάντα κάπου εκεί μπροστά σου και σε περιμένουν, για να αγναντέψεις από την κορυφή τους το πέλαγος και την καμπυλότητα της γης. Το μονοπάτι που άφησες πίσω σου αφορά μόνο εκείνους που ακολουθούν. Ρωτήστε αυτούς που ανεβαίνουν βουνά. Παίρνουν μαζί τους μόνο τα απαραίτητα για κάθε είδους ανάβαση.

Εκτυπώνετε μόνος σας τις φωτογραφίες σας; Τι είδους εργαλεία χρησιμοποιείτε για τη μετέπειτα επεξεργασία τους; Εξηγήστε τη ροή της εργασίας σας.

Στην αρχή, όχι. Έδινα τα φιλμ σε ένα καλό φωτογραφικό κατάστημα του Παλαιού Φαλήρου κι έπαιρνα έτοιμες τις εκτυπώσεις. Σε αυτές τις παραδόσεις εκτιμήθηκε το κάδρο και η προσέγγιση του κάθε θέματος από τον μαγαζάτορα και μου έγινε η πρόταση: στις διακοπές από το σχολείο να δουλεύω στο μαγαζί του. Αυτού το όνομα το θυμάμαι: Μπάμπης Κοντούδης. Σε εκείνου το φωτογραφείο έμαθα όλα τα μυστικά της προετοιμασίας των χημικών και την αξία της διαφοράς ενός βαθμού κελσίου στη θερμοκρασία τους, στο τελικό αποτέλεσμα. Εκεί έμαθα τι κάνει η προσθήκη του κάθε γραμμαρίου ενός συγκεκριμένου χημικού στις εμφανίσεις, τη χρήση των ειδικών ανά περίσταση χαρτιών, εκεί τη φωτογραφία στούντιο, εκεί και πολλά άλλα. Όταν έπαψα να εργάζομαι εκεί, ήταν φυσικό να αποκτήσω έναν μεταχειρισμένο σκοτεινό θάλαμο και να συνεχίσω σπίτι το υπέροχο ταξίδι των ασπρόμαυρων εκτυπώσεων. Μέχρι που η τεχνολογία μου έλυσε τα χέρια. Ένας φίλος έφερε στην Ελλάδα χαρτιά για μουσειακές ψηφιακές εκτυπώσεις με μελάνια μακροχρόνιας διάρκειας και όλα περάσανε μεμιάς στο σήμερα. Φυσικά και πάλι, όλα τα παλαιά εκτυπωτικά μηχανήματα μοιράστηκαν σε φωτογραφικές ομάδες. Τρία στη ΦΟΤ και δύο ή τρία στη «διάσπαση του Φωτογραφικού Κέντρου Θεσσαλονίκης». Κράτησα ένα για τις δίμετρες εκτυπώσεις, αλλά κακώς, γιατί από τότε δεν το ξαναχρησιμοποίησα ποτέ. Η εκτύπωση για εμένα ήταν και είναι ένα σημαντικό σκαλί στη δημιουργία μιας φωτογραφίας με υλική υπόσταση. Ήμουν και είμαι οπαδός της άποψης ότι η φωτογραφία δεν τελειώνει στο κλικ, αλλά μόνο όταν την υπογράψεις, δηλαδή μόνο όταν εσύ, ο δημιουργός της, αποφασίσεις ότι είναι έτοιμη να βγει στην κοινωνία, για να συναντήσει το κοινό της.  Σε αυτό το «έτοιμη» καταλάβαινα και καταλαβαίνω την ποιότητα της εκτύπωσης, τη δέουσα επεξεργασία με όλες τις όποιες διορθώσεις της πραγματικότητας χρειάζονται, την υφή του χαρτιού, το απαραίτητο για κάθε εργασία μέγεθος, τον τρόπο παρουσίασης, το πλαίσιο εντός του οποίου θα την ενέτασσα και όλα τα σχετικοσυναφή.  Καθώς η φωτογραφία, πέρα από τέχνη, είναι μορφή έκφρασης ή διατύπωσης απόψεων, όλα αυτά παίζουν τον ρόλο τους μέχρι το τέλος.

still απο ταινια για το Ντοστογιεφσκι
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΥΝΑΦΩΝ ΥΠΟΙΚΕΙΜΕΝΙΚΩΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΩΝ
φθορες στο παρισι
πολεμος-Δελφοι 016

Ποιοι καλλιτέχνες επηρέασαν τη σκέψη και τον τρόπο που  φωτογραφίζετε, και σε ποιο βαθμό άσκησαν επίδραση στην πορεία της καριέρας σας;

Πολλοί, πάρα πολλοί! Και τότε, στα χρόνια της μαθητείας, και αργότερα και σήμερα. Συνεχίζω και μελετώ αδιαλείπτως, έως εξαντλητικά, για κάθε νέα εργασία μου και αυτό προϋποθέτει έρευνα, και προς τον έσω εαυτό και προς την ιστορία του μέσου. Είναι βασικό να γνωρίζω τι θα ήθελα να δημιουργήσω και πώς να το διατυπώσω με τον καλλίτερο τρόπο, πράγμα που σημαίνει πως πρέπει να είμαι ενήμερος για πολλά πράγματα, ώστε να μην χρειάζεται να επαναλαμβάνω τα λάθη ή τα επιτεύγματα άλλων. Πάντως επιτρέψτε μου να κάνω μία διευκρίνιση: Το μεγαλύτερο σχολείο δεν ήταν τα φωτογραφικά περιοδικά, που μέχρι σήμερα στηρίζουν μια επιφανειακή δήθεν φωτογραφία, μιας και το αγοραστικό τους κοινό είναι ο αιώνιος πρωτάρης ή ερασιτέχνης. Το μεγαλύτερο σχολείο ήταν οι απευθείας συζητήσεις με τους δημιουργούς της πρωτοπορίας, η επαφή με τα αυθεντικά φωτογραφικά έργα, μέσω των επισκέψεων σε εκθέσεις και διεθνή φεστιβάλ.  Εάν σε αυτό προσθέσετε πως η πραγματική μου μόρφωση προέρχεται από την εξέταση των σχέσεων της φωτογραφίας με τις  άλλες τέχνες, τα εικαστικά και τη φιλοσοφία, θα καταλάβετε την πολυπλοκότητα μιας απάντησης σε αυτό το ερώτημα.  Αν, για παράδειγμα, «τέχνη είναι ό,τι προτείνεται από τον καλλιτέχνη ως τέτοια», θα καταλάβετε γιατί οι συνταγές της Φωτογραφικής Εταιρείας ή τα «πρέπει» του τάδε τοπικού ινστρούχτορα δε μπορεί να με αφορούν. Ας μην ξεχνάμε πως στα δικά μου -της νεότητας- χρόνια η φωτογραφία στην Ελλάδα υπήρχε μόνο για τους φωτογράφους και όχι για τον υπόλοιπο κόσμο της ελληνικής τέχνης, τον κόσμο της Αγοράς (γκαλερί) και τον λεγόμενο επιστημονικό/θεωρητικό παράλληλο κόσμο. Η δική μου γενιά δεν είχε (ίσως δεν έχει ακόμη) ανθρώπους με γνώση της διαλεκτικής ιστορίας του μέσου, της σημασίας που αυτό είχε στην εξέλιξη της σύγχρονης τέχνης. Δεν έχουμε, ακόμη, πολλούς να συζητήσουμε τη θέση της φωτογραφίας στο λεγόμενο «τώρα» ή, όπως γράφουμε, να αναπτύξουμε έναν σοβαρό διάλογο επάνω στο «τι φωτογραφίζει, πώς και με ποιο τρόπο διατυπώνει τα ερωτήματά της η φωτογραφία ΣΗΜΕΡΑ».

Έχετε δηλώσει ότι σας «απασχολεί τόσο η παραδοσιακή αντίληψη για τη φωτογραφία, όσο και το ταξίδι της πέραν των ορίων». Εξηγήστε μας: τι σημαίνει για εσάς η φράση «πέραν των ορίων»; Ποιος καθορίζει αυτή τη διαχωριστική γραμμή;

Το κάθε μέσον «διατύπωσης απόψεων», «κοινωνικής αναμόχλευσης», «παρεμβολών», επικοινωνίας γενικότερα (και ως τέτοιο πρέπει να θεωρούμε το μέσον που διατυπώνεται με τη φωτογραφία) έχει τους δικούς του κανόνες, έχει το δικό του συντακτικό κι ορθογραφία, έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες, περιορισμούς, μορφές και φόρμες απεύθυνσης προς το κοινό, υπόκειται σε συγκεκριμένους τρόπους ανάγνωσης και φέρει συγκεκριμένα φορτία πολιτιστικής κληρονομιάς. Μέσω αυτών συγκροτείται και φτάνει στο κοινό του. Όλα αυτά (και πολλά άλλα) έχουν τη συγκεκριμένη αξία και σημασία για έναν δημιουργό. Γνωρίζει τους περιορισμούς του κάθε μέσου, εκτιμά τις προσφερόμενες δυνατότητες, διαβάζει τα «θέλω» και τις ιδιοτροπίες του, τι θέλει και χρειάζεται ο ίδιος, τι του ταιριάζει. Δοκιμάζει κι αποφασίζει το ένα ή το άλλο. Διαφορετική είναι η χρήση του χρόνου, παραδείγματος χάρη, στη φωτογραφία και διαφορετική στη μουσική. Αυτές οι γενικές γραμμές, αυτές οι δυνατότητες, τα «κριτήρια», οι «νόρμες» κι οι «συνταγές» του κάθε μέσου είναι πλαίσια σαφώς οριοθετημένα στον χρόνο και τον τόπο. Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους τίποτε δε μένει σταθερό ως προς τον τρόπο που λειτουργεί. Κάποια αλλάζουν, άλλα επηρεάζονται και πάρα πολλά ξεπερνιούνται και μένουν ως ανάμνηση ή παράγραφος στο μάθημα ιστορίας του μέσου. Δείτε, για παράδειγμα, πόσο επηρέασε τη γλυπτική η πριονοκορδέλα, τη φωτογραφία η τεχνολογία, τη γραφή η δημοτική και πάει λέγοντας... Μία εβδομάδα αργότερα ή, έστω, δύο χρόνια μετά, ίσως όλα να έχουν αλλάξει και νέες παράμετροι να έχουν εμφιλοχωρήσειΠαραδείγματος χάρη, ένα ήρεμο ερωτικό τοπίο έχει διαφορετική σηματοδότηση έναν χρόνο πριν ή έναν μετά την έλευση μιας δικτατορίας. Αντίστοιχα, διαφορετικά διαβάζουμε ένα έργο δυτικότροπης τέχνης, αν είμαστε Άραβες και δεν έχουμε μάθει να διαβάζουμε τις επίπεδες εικόνες από αριστερά προς τα δεξιά. Νομίζω πως διαφορετικά «δουλεύει» το πορτρέτο του ιδιοκτήτη μιας πολυεθνικής στο γραφείο του για τους πελάτες, για τα διευθυντικά στελέχη και για τους εργάτες που ενδεχομένως ποτέ δεν θα πατήσουν εκεί ή μισούν ένα αφεντικό το οποίο δεν τους πληρώνει, για να κτίσει την τέταρτη πισίνα στο δεύτερο εξοχικό του. Πριν τριάντα χρόνια η νυχτερινή λήψη με το θέμα στη μέση και φωτισμένο με φλας μπορεί να σήμαινε κάτι. Σήμερα είναι το απαύγασμα του βαρετού δήθεν. Απλοϊκές αναφορές και παραδείγματα, για να τονιστεί πόσο αυτά τα όρια διατύπωσης (που εκφράζονται με συγκεκριμένες φόρμες) υφίστανται, λειτουργούν, για πόσο και για πόσους. Άλλα είναι τα «όρια» για ένα έργο που στοχεύει να πωληθεί (ευπώλητο), διαφορετικά για ένα έργο που θα ήθελε να προκαλέσει αντιδράσεις -γιατί όχι, και διάλογο επί των συμφραζομένων- και διαφορετικά για κάτι που στοχεύει στην πρόκληση κ.τ.λ. Έχει δικαίωμα ένας εικαστικός του σήμερα να χρησιμοποιεί το λεξιλόγιο και τις φόρμες του δέκατου ένατου αιώνα ή ένας φωτογράφος να φωτογραφίζει όπως την εποχή του μεσοπολέμουΦυσικά και έχει! Μόνο που η φόρμα έχει σχέση και με το περιεχόμενο ή, για να το πούμε πιο λειτουργικά, «η κάθε εποχή έχει τα δικά της ζόρια και αν γι’ αυτά πρέπει να μιλήσουμε, οφείλουμε να το τολμήσουμε με τα εργαλεία και τις φόρμες της εποχής μας». Φυσικά αυτό απαιτεί να είναι ο καθένας μας ενήμερος, να κρατιέται συνεχώς εντός των απαιτήσεων της εποχής, των προβληματισμών για τη θέση της τέχνης σε αυτήν, των εργαλείων της γλώσσας του, της εξέλιξης της τέχνης του,  της φωτογραφίας στην περίπτωσή μας κ.τ.λ. Ο δημιουργός (σαφής διαχωρισμός από τον ερασιτέχνη, τον διακοσμητή ή τον επαγγελματία) γι’ αυτό αγωνίζεται, αυτό οφείλει να ψάχνει με τις όποιες δυνατότητές του, γι’ αυτό αγωνιά, να βρίσκεται, να είναι εντός. Και αυτό το ΕΝΤΟΣ δεν το θέτω ως «άξιος να αντιγράφει το καινούργιο», όπως το βρίσκει στον ψευδόκοσμο του διαδικτύου επί παραδείγματι, αλλά ως «ικανός να το διαμορφώνει κατά τα «πιστεύω» και τις ανάγκες του εαυτού και της τέχνης του».  Θέλει πολύ αγώνα, για να μπορείς να διαλέγεσαι με το εκάστοτε σύγχρονο, να κοντράρεις ή να συμπορεύεσαι μαζί του, να παραμένεις, εν ολίγοις, ενεργός. Στη σύγχρονη τέχνη δεν ισχύει το «δύο και δύο κάνουν τέσσερα». Ο «διάλογος με το εκάστοτε σύγχρονο» απαιτεί την αναγνώριση των ορίων του «χθες» και την πιθανή ανάγκη να βαδίσουμε πέραν αυτών, αν έχουμε κάτι να προσθέσουμε.

Αυτό είναι που αποκαλώ «ανάγκη» για κάθε νέο μου έργο.

Κάθε αρχή δεν μπορεί να είναι μία ακόμη εφαρμογή μιας παλαιάς και πετυχημένης συνταγής. Δεν υπάρχει λόγος να ρωτάμε σήμερα τα ίδια πράγματα που ρώτησαν οι παππούδες μας με τα ίδια τερτίπια. Ούτε να διατυπώνουμε ερωτήματα στο πλαίσιο παλαιών θέσεων άλλων εποχών.

Είστε ιδιαίτερα γνωστός για τα συναρπαστικά πορτρέτα σας και την εκφραστικότητά τους. Μπορείτε να μας πείτε πόσο σημαντικό είναι για έναν φωτογράφο να «συνδέεται» με τα θέματά του;  Πώς το πετυχαίνετε αυτό εσείς προσωπικά;

Η πορεία μου για τη διερεύνηση των θεσφάτων του φωτογραφικού μέσου και ο αγώνας εναντίον τους, η προσπάθεια για διεύρυνση των ορίων, όπως είπαμε προηγουμένως, οι μακροχρόνιες προσπάθειες να δημιουργήσω κανάλια επικοινωνίας της φωτογραφίας με τις άλλες τέχνες και, κυρίως να την φτάσω εκεί όπου θα μπορούσε να συναντηθεί με το εν δυνάμει κοινό της, μου δημιουργούσαν ένα κενό.

Το κάθε έργο, καθώς έχει ανάγκη να σέβεται πρωτίστως τον εαυτό του, πάρα, μα πάρα πολλές φορές απαιτούσε άπειρες ώρες στο εργαστήριο (άρα, εκτός κοινωνίας) και φόρμες ή δομές απλησίαστες από το κοινό προς το οποίο υποτίθεται ότι αυτό το έργο απευθυνόταν. Αυτή η διαπίστωση, από νωρίς, με ώθησε να καταλάβω και να διατυπώσω τη ρήση: «Οι καλλιτέχνες που εργάζονται στα όρια του παλαιού με το εκάστοτε καινούργιο, πρέπει να μεγαλώνουμε μαζί με το κοινό μας».

Αυτό με έκανε να αρχίσω τη διδασκαλία της τέχνης μου, να αφήσω τους ειδικούς χώρους εμπορίας και θεοποίησης του καλλιτέχνη (γκαλερί/οίκοι εμπορίου) και να «απλοποιώ ανοίγοντάς το» το έργο μου. Η όλη διαδικασία προέβλεπε την «εξ επαφής» συν-λειτουργία μου με τους φίλους, τους μαθητές και όσους με τιμούσαν με την παρουσία τους στις εκθέσεις μου. Μιλάμε για την απόλυτη προσωπική επαφή. Τι πιο φυσικό, αυτοί να αποτελέσουν και τα μοντέλα μου, τη θεματική μεγάλων ενοτήτων του έργου μου; 

Άρα, η επαφή δεν είναι κάτι που απαιτείται λίγο πριν τη φωτογράφιση. Είναι κάτι που την έχει ορίσει. 

Να, ίσως και μία ευκαιρία να απαντήσω στο περί «παραδοσιακής αντίληψης για τη φωτογραφία», που θέσατε σε προηγούμενο ερώτημα και μάλλον αφέθηκε στον αέρα. 

Τα πορτρέτα των φίλων μου ανήκουν «καταστατικώς» σε αυτήν την κατηγορία (ως «ανθρωπιστική») και είναι ένας σταθερός άξονας να συνδέομαι με τη φωτογραφική παράδοση (αυτή που διδάχθηκα στη νεότητά μου), σαν αντίδραση στην άλλη φωτογραφία μου, αυτήν που ενδέχεται να χαρακτηριστεί ως εικαστική, πειραματική, έρευνας ή «φωτογραφία για τη φωτογραφία», κατά το τέχνη για την τέχνη.

δομημένη γεωμετρια
μετα-πολις 85Χ120 το καθένα
Στη σύγχρονη τέχνη δεν ισχύει το «δύο και δύο κάνουν τέσσερα». Ο «διάλογος με το εκάστοτε σύγχρονο» απαιτεί την αναγνώριση των ορίων του «χθες» και την πιθανή ανάγκη να βαδίσουμε πέραν αυτών, αν έχουμε κάτι να προσθέσουμε. Αυτό είναι που αποκαλώ «ανάγκη» για κάθε νέο μου έργο.
fluxus mail art cartds
art FAUΧTOGRAPHIE
FAUΧTOGRAPHIE νεα παραλια θεσσαλονικης
Θεσσαλονίκη παλαιά παράλια
Ο καλλιτέχνης πάντα θα χρειάζεται τον χώρο και τον χρόνο του, για να δημιουργήσει. Η σκέψη και η ολοκλήρωση της παραγωγής ενός έργου προϋποθέτει επίπονη εργασία και απαιτεί τον χρόνο της, τη «μοναξιά της δημιουργίας». Ό,τι κι αν πούμε, δε γλιτώνουμε απ’ αυτό. Άρα, πάντα μόνος θα δημιουργεί ο καλλιτέχνης, σαν ψυχοπαθής που εκτελεί την εργασιοθεραπεία στο κελί του ψυχιατρείου του.  Αυτό το «σαν», όμως, είναι που αλλάζει την απάντηση.
hommage a yoko ono-50X50 cm

Από τεχνικής άποψης, ποια πράγματα τρέχουν στο μυαλό σας όταν «απαθανατίζετε» ένα στιγμιότυπο;

Πρώτα απ’ όλα, κυρίαρχος είναι ο λόγος για τον οποίο βγάζω μία φωτογραφία, τι την χρειάζομαι, τι θέλω από αυτήν, σε ποιο πλαίσιο θα την εντάξω. Οι απαντήσεις αυτές μου καθορίζουν δευτερευόντως και την εσωτερική δομή της εικόνας που θα δημιουργήσω. Μου υπαγορεύουν ενστικτωδώς και τη σύνθεση και όλα τα υπόλοιπα σχετικά

Για παράδειγμα, με βαθιά μαύρα (υποφωτισμένη) θα κάνω μία φωτογραφία, αν θέλω να δηλώνει κάτι βαρύ ως ατμόσφαιρα, με τρομακτικά σφιχτό καδράρισμα, αν ενδιαφέρομαι να δηλώνει η εικόνα μου απόσπασμα ενός πραγματικού κόσμου ή θα φροντίσω να έχω κομμένα μέλη, εάν θα ήθελα να δείχνει η σκηνή που φωτογράφισα πως το θέμα μου συνεχίζεται εκτός των ορίων της φωτογραφημένης πραγματικότητας, πως συνεχίζεται στον δικό μας (των θεατών) κόσμο. Θα φωτογραφίσω διαφορετικά όταν σκοπεύω να έχει το τελικό μου έργο υλικότητα, αν με ενδιαφέρει ο θεατής να θωπεύει την εικόνα κ.τ.λ.

Το κάθε «θέλω», καθώς προϋπάρχει του λόγου της φωτογράφισης, απαιτεί άλλον τρόπο δημιουργίας της εικόνας, ώστε να μπορώ να έχω σχεδόν έτοιμα στην τελική παρουσίαση όλα εκείνα που χρειάζονται για τη σωστή «απεύθυνση»

Παραμένω ένας φωτογράφος της παλαιάς σχολής (στο συγκεκριμένο θέμα). Δεν τραβώ φωτογραφίες «στο γάμο του Καραγκιόζη». Παρότι έχω συνεχώς μαζί μου μία μικρή φωτογραφική μηχανή, δε βγάζω φωτογραφίες, παρά μόνο όταν τις χρειάζομαι για κάτι συγκεκριμένο. Ούτε έχω λόγο να τις επεξεργάζομαι στον υπολογιστή, παρά ελάχιστα. Παραδείγματος χάρη, όταν αισθάνομαι πως χρειάζομαι γι’ αυτόν τον φάκελο μία εικόνα που συνάντησα, θα την κάνω με πέντε ή έξι κλικ το πολύ και τέλος. Μία νορμάλ και μία υποφωτισμένη, μία «φυσική» και μία υπό διαφορετική γωνία, μία με περιβάλλον και μία κοντινότερα. Έτσι, σε δευτερόλεπτα, όταν οι εικόνες κατέβουν στον υπολογιστή, στην καλιμπραρισμένη οθόνη μου, διαβάζω σε καλό μέγεθος τη δημιουργημένη εικόνα, ελέγχω τις παραμέτρους και τα ανυπολόγιστα συμφραζόμενα και, με τη μέθοδο του delete, μένω με τη μία χρήσιμη εικόνα, έτοιμη σχεδόν. Προτιμώ να ξοδεύω τον δημιουργικό μου χρόνο για σκέψη, παρά για επεξεργασία ή αρχειοθέτηση άχρηστων εικόνων. Για μένα η φωτογραφία είναι δημιούργημα του πνεύματος και όχι της «πραγματικότητας».

Πριν κάποια χρόνια παρουσιάσατε στους χώρους του BOOZE την  έκθεση υπό τον γενικό τίτλο «προ και μετά-φωτογραφίες», όπου θέσατε ο ίδιος ένα βασικό ερώτημα: «Πού αρχίζει και πότε τελειώνει μία φωτογραφία;». Εσείς γνωρίζετε την απάντηση; Κι αν ναι, θα επιθυμούσατε να την μοιραστείτε μαζί μας;

Πολλές φορές, κατά τη διάρκεια της σύντομης ιστορίας του μέσου, διάφορες ομάδες προσπάθησαν να περιορίσουν τα όρια του τι είναι ή θα μπορούσε να είναι μια φωτογραφία. Μία από αυτές τις ομάδες ήταν και τα πρακτορεία διανομής φωτογραφιών, κυρίως φωτοειδησεογραφίας. Για να δώσουν αξία στους φωτογράφους που αντιπροσώπευαν, διατύπωσαν τη θεωρία πως ο φωτογράφος κάνει το κλικ και μετά παραδίδει το φιλμ (που ταξιδεύει εκτός του τόπου φωτογράφισης, εμφανίζεται από τρίτους και πωλείται δίχως (ο φωτογράφος) να έχει περεταίρω ανάμειξη σε αυτό. Στην εποχή μας οι φωτογραφίες μεταφέρονται μέσω δορυφόρου στο πρακτορείο, πριν καν τις δει ο δημιουργός τους. Άρα, καθώς τίποτε δεν άλλαξε την ουσία της συγκεκριμένης άποψης, η πίεση υφίσταται. Κάποτε μάλιστα, για να τονίσουν τα περί δήθεν αυθεντικότητας και αληθείας της φωτογραφίας που (τα πρακτορεία) πουλούσαν, είχαν προσθέσει και ως πρόσθετη αξία τη μη παρέμβαση στην εκτύπωση, ούτε από τα ίδια τα πρακτορεία. Όλοι θυμόμαστε τα δήθεν περί raw (ανεπεξέργαστων) αρχείων και διάφορες τέτοιες ψιλομπαρούφες. Σήμερα, που τα αρχεία των πρακτορείων, για άλλους λόγους, έχουν δοθεί στην δημοσιότητα ή προς έρευνα από ιστορικούς, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι τίποτε από αυτά δεν ίσχυε. Και τροποποιήσεις στην εμφάνιση και εκτύπωση γίνονταν, και το έγχρωμο γινόταν μονόχρωμο προκειμένου να εκβιάζει συναισθήματα, και πολλές από τις δήθεν αυθεντικές σκηνές ήταν μερικώς σκηνοθετημένες και οι λεζάντες παίζανε τον κόντρα ρόλο τους κ.τ.λ. Άρα, τίποτε δεν τελείωνε την ώρα του κλικ. Και τι μας νοιάζει άλλωστε, αν η εικόνα είναι τέτοια που να αξίζει να συζητηθεί; Μία άλλη ομάδα φωτογράφων, αυτή που τότε ονομάζαμε «καλλιτέχνες», παλεύανε και αγωνιζόντουσαν για το δικό τους δίκιο, για τις δικές τους απόψεις περί δημιουργίας. 

«Η φωτογραφία τελειώνει ΜΟΝΟ με την εκτύπωση και την υπογραφή της τυπωμένης εικόνας». Άρα, αν, κατά τη λήψη, την εμφάνιση του αρνητικού, την επιλογή των όποιων υλικών, φίλτρων και χαρτιών εκτύπωσης, κριθούν απαραίτητα η μερική ή ολική σκίαση κάποιων περιοχών της εικόνας κατά την εκφώτιση, το κοντράστ, το κροπάρισμα, η αλλαγή στο μέγεθος της εκτυπωμένης εικόνας και τον τρόπο παρουσίασής της, λόγο έχει μόνο ο δημιουργός της φωτογραφίας και κανένας περιορισμός δεν μπορεί να τεθεί επ΄ αυτού. Το πιστεύω και το ασπάζομαι απόλυτα. Το έργο τελειώνει μόνο όταν το αποφασίσει ο δημιουργός του και μάλιστα μόνο όπως το θέλει αυτός. Αυτό όμως δεν μου έφτανε. Γιατί, άραγε, επάνω σε μια έτοιμη φωτογραφία να μην μπορεί ο δημιουργός της να επέμβει ξανά; Γιατί μια τελειωμένη φωτογραφία να μην επιτρέπεται να αντιμετωπιστεί σαν το λευκό χαρτί πάνω στο οποίο θα «στηθεί» ένα ακόμη έργο; Γιατί αυτό το σε δύο διαστάσεις χαρτί να μη συμπιεστεί επάνω σε άλλα αντίστοιχα ή να μη φωτογραφηθεί ξανά σαν μια άλλη πραγματικότητα με σάρκα και οστά; Οι απαντήσεις που έδωσα ήταν και πάλι ίδιες: «Ναι, επιτρέπεται ο δημιουργός μίας εικόνας να μπορεί να βαδίσει πέραν των θεσμοθετημένων παλιομοδίτικων ορίων. Ναι, η τυπωμένη φωτογραφία μπορεί να αποτελέσει υλικό για νέα έργα». Έτσι, είδα τις φωτογραφίες μου σαν λευκή σελίδα για επιζωγράφιση, σαν υλικό για παντός είδους φθορές, για καταστροφή, κόψιμο και «κολάζ», σαν υλικό για απόκρυψη και συσκευασίες, σαν υλικό για φωτογραφία στις τρεις διαστάσεις, σαν υλικό για άπλωμα στο χώρο (γλυπτική) κ.τ.λ. Είναι γεγονός ότι αυτές μου οι θέσεις προκάλεσαν το σχετικό σοκ στον μικρό, κλειστό κι απομονωμένο χώρο της φωτογραφίας (που τότε στην Ελλάδα δεν αντιμετωπιζόταν ως μία εκ των Καλλών Τεχνών). Έτσι, για να σταματήσει αυτός ο «πόλεμος», αναγκάστηκα να δημιουργήσω τον όρο «Φωτογραφήματα», αντί του «Φωτογραφίες» ή τον περιγραφικό όρο «Φωτογραφίες Μετά» και προχώρησα.

Μεταξύ άλλων, έχετε ιδρύσει τη Φωτογραφική Ομάδα Τριανδρίας (1984), γνωστή σε όλους σήμερα ως «Φωτογραφικό Κέντρο Θεσσαλονίκης». Επίσης, είστε μέλος διάφορων ενεργών καλλιτεχνικών ομάδων στηρίζοντας με πάθος κάθε νέα προσπάθεια. Μιλώντας από προσωπική εμπειρία, τελικά η Μονάδα ή η Ομάδα μεγαλουργεί;

Ο καλλιτέχνης πάντα θα χρειάζεται τον χώρο και τον χρόνο του, για να δημιουργήσει. Η σκέψη και η ολοκλήρωση της παραγωγής ενός έργου προϋποθέτει επίπονη εργασία και απαιτεί τον χρόνο της, τη «μοναξιά της δημιουργίας». Ό,τι κι αν πούμε, δε γλιτώνουμε απ’ αυτό. Άρα, πάντα μόνος θα δημιουργεί ο καλλιτέχνης, σαν ψυχοπαθής που εκτελεί την εργασιοθεραπεία στο κελί του ψυχιατρείου τουΑυτό το «σαν», όμως, είναι που αλλάζει την απάντηση

Μόνος

ΟΧΙ ακριβώς!

Ο διάλογος με τον παλαιό εαυτό και τα ίδια γνωστά υλικά δεν είναι «αποδοτικός»», είναι αναγκαστικά προσκολλημένος σε ένα παρελθόν, είναι εκ των πραγμάτων στατικός, άρα φθοροποιός. Απαιτείται ένταξη σε δυναμική ομάδα, ώστε μια ο ένας και μια η άλλη, να τραβάνε ή να σπρώχνουν μπροστά τους υπολοίπους. Είναι η συνύπαρξη κάτω από την ίδια στέγη που δημιουργεί περιβάλλον συνεχούς πνευματικής εγρήγορσης. Είναι η συνύπαρξη ενεργό πεδίο όπου ο διάλογος περί της αναγκαιότητας μιας τέχνης δεν επιτρέπει να περιορίζεται τόσο, ώστε να καταντήσει σύντομα τέλμα. Ακόμη κι η ζήλια είναι κίνητρο για πρόοδο. Η ενεργός συνύπαρξη λειτούργησε και θα λειτουργεί πάντα ως πεδίο διπλής πνευματικής «λειτουργικότητας», και προς τους ίδιους τους δημιουργούς που συμμετέχουν (στη συνύπαρξη), και προς την κοινωνία, εντός της οποίας λειτουργούν και υφίστανται (τα άτομα της συνύπαρξης).

Επιπροσθέτως, να τονίσω πως ακόμη κι αυτοί οι εγωπαθείς εκτός κοινωνίας καλλιτέχνες, όταν κάποτε ολοκληρώσουν ένα έργο, σε ποια κοινωνία και σε ποιους χώρους θα παρουσιάσουν το έργο τους; Στου ψυχιατρείου; Όχι φυσικά. Θα χρειαστούν τις υποδομές και το κοινό που κράτησαν ζωντανό οι υπόλοιποι. Άρα, απαντώ: Ναι, ο δημιουργός πρέπει να συνμετέχει σε όποια ενεργή και δραστήρια ομάδα είναι των ενδιαφερόντων του. Και επειδή, ίσως, η μία ομάδα δεν τον καλύπτει πλήρως, ας είναι και σε δεύτερη και σε τρίτη… 

Για εμένα, το Φωτογραφικό Κέντρο Θεσσαλονίκης (www.fkth.gr) πράγματι κάλυψε και καλύπτει κάποιες από τις σχετικές με τη φωτογραφία ανάγκες μου και ας μου καταναλώνει περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι θα ήθελα. Ίσως το είπα με άλλη ευκαιρία: «Μεγαλώνουμε (ως δημιουργοί) μαζί με τους φίλους, τους ‘‘συναγωνιστές’’ και το κοινό της τέχνης μας». Για άλλους τομείς, όπως αυτοί της «τέχνης στον δημόσιο χώρο», της «τέχνης που ταχυδρομείται», της «άυλης τέχνης της δράσης και των happening» κ.τ.λ., υπάρχουν και πολλές άλλες σχετικές ομάδες. Κέφι για έρευνα και χρόνος να υπάρχει, και πάντα ένα πεδίο έξω από τα τετριμμένα θα μας περιμένει, για να μας ανοίξει τους ορίζοντες, θα μας κινητοποιεί και θα μας βγάζει από το βάλτο της επανάληψης.

Τι θα επιθυμούσατε να φωτογραφίσετε και δεν το έχουν «δει» ακόμα τα μάτια σας;

Μην ξύνετε παλιές πληγές! Άπειρα πράγματα θα ήθελα να έχω κάνει ή να κάνω ακόμη, αλλά ο χρόνος που μου δόθηκε ήταν λειψός, δεν έφτανε και δεν φτάνει. Δεν υπάρχει χρόνος και το έχω αποδεχθεί. Η άνοδος στη Θεσσαλονίκη και η απομάκρυνσή μου από τα διάφορα «κέντρα» προϋπέθετε αυτή την αποδοχή.

«Δεν πρόκειται να κάνω παρά ελάχιστα απ’ όσα θα ήθελα. Τα υπόλοιπα ας τα κάνουν άλλοι». 

Γι’ αυτό βοηθάω όποιον/-α ζητήσει βοήθεια. Για να φτιάξει αυτά που δεν θα προλάβω, για να μου δείξει όσα δεν οραματίστηκα, για να έχω να ζηλέψω αυτό που δεν τόλμησα ή δεν κατάφερα. Στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση ούτε ισχύει το «ουδείς αναντικατάστατος». Αν το μονοπάτι μας συνεχίσουν άλλοι (κι έτσι πρέπει), ο αγώνας να περπατήσουμε δεν θα έχει πάει  «χαράμι». Καλώς ή κακώς, εμείς συνεχίσαμε τους προγενέστερους και οι επερχόμενοι θα τους συνεχίσουν επίσης, ίσως και μέσω ημών.

Συμφωνείτε με το ρητό «μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις»

Όσο και με το «μια λέξη αξίζει όσο χίλιες φωτογραφίες». Πάντως τα έργα μου και τις εκθέσεις μου συνοδεύουν πάντα κείμενα. Τα βλέπω σαν γέφυρα που ενδεχομένως θα γεφυρώσει το κενό μεταξύ της σκέψης του δημιουργού και του κοινού του έργου μου, μια γέφυρα, για να βαδίσουμε επάνω της όλοι οι εμπλεκόμενοι, για έναν ουσιαστικό διάλογο.  Πάντως και γενικώς οι εικόνες, ως ατελή οργανωμένα συστήματα σημείων και εννοιών, αποτελούν μέρος μιας διαφορετικής γλώσσας από αυτήν, της επίσης ατελούς, των λέξεων. Θεωρώ πως ποτέ, ούτε το ένα σύστημα ούτε το άλλο, θα αρκούν, για να καλύψουν αυτά που έχουμε στο κεφάλι μας, αυτά που πιστεύουμε, αυτά που επιζητούμε, αυτά που αισθανόμαστε.

Ποιο πιστεύετε πως είναι το μέλλον της φωτογραφίας;

Άγνωστο. Το ψάχνω. Με απασχολεί συνεχώς και ποιο θα είναι το μέλλον της, και πώς θα εξελιχθεί μέχρι τότε, και ποιος θα πρέπει να είναι ο ρόλος μου σ’ αυτήν τη μετάβαση. Στη νέα κοινωνία θα είναι διαφορετικός ο ρόλος και η αποστολή της τέχνης. Άρα, και της φωτογραφίας. Ποιος; Το ψάχνω. Με απασχολεί ο ρόλος που θα παίξει σε αυτήν την εξέλιξη η Τεχνητή Νοημοσύνη και οι αυτόματες διορθώσεις (των επίτηδες λανθασμένων λήψεών μου) από τα προγράμματα, τις έξυπνες μηχανές ή τους υπολογιστές. Και παράλληλα με αυτά, με απασχολεί τι είδους φωτογραφία ταιριάζει στην εποχή της απρόσωπης παγκοσμιοποιημένης (μερικώς ομογενοποιημένης) κοινωνίας που έφτασε, ποιο το περιεχόμενο κόντρα στους νέους κρυφούς εθνικισμούς, ρατσισμούς, φασισμούς και η κατάλληλη γι’ αυτό φόρμα. Εν ολίγοις, αυτή η φωτογραφία για τι πράγμα θα μιλάει και πώς θα αντισταθεί στο facebook και το ωραιοποιημένο;  Πώς θα φτάνει στο κοινό της; Θα συνεχίσουν, για παράδειγμα, οι εκθέσεις ή οι εκδόσεις να αποτελούν το βασικό μέσον της αυθεντικής πορείας της προς το κοινό ή θα αντικατασταθούν από άλλα, περισσότερο ανέπαφα, λιγότερο δια ζώσης, ίσως διαδικτυακά δίκτυα; Ελεγχόμενα ή ελεύθερα; Τι  υποστηρίζουμε και τι πολεμάμε; Όπως είπα και παραπάνω, το ψάχνω και το βάζω στην ομήγυρη με κάθε ευκαιρία.

 Ως διδάσκαλος τι θα συμβουλεύατε όλους τους επίδοξους φωτογράφους, που μόλις ξεκίνησαν να ασχολούνται με αυτή την τέχνη;

Δουλειά, διάβασμα, καλό δάσκαλο και ένταξη σε καλή και δυναμική ομάδα (συνοδοιπόροι), σε μια ομάδα που δεν ενδιαφέρεται για την προώθηση των συμφερόντων των μελών της, αλλά ενδιαφέρεται για την επιδαψίλευση της υπόθεσης της τέχνης γενικότερα και της φωτογραφίας ειδικότερα. Στα χρόνια της μαθητείας, αν τελειώνουν αυτά ποτέ, η έρευνα για νέα μέσα να μη σταματά ποτέ. Ποτέ δεν ξέρουμε τι θα χρειαστούμε σε είκοσι χρόνια και θα είναι κρίμα να περιορίσουμε την εκφραστικότητά μας, επειδή δεν κατέχουμε κάτι που κάποτε νομίζαμε πως δε μας χρειαζόταν. Όλα χρειάζονται στον δημιουργό, από τα τεχνικά μέχρι τη βαθιά φιλοσοφία. Ακραίο, αλλά θα συμβούλευα επιπλέον να μη μπλέξουν την ανάγκη για επιβίωση με την ανάγκη για τέχνη και τη χαρά που μπορεί αυτή να προσφέρει. Είναι άλλοι οι κανόνες του επαγγέλματος και άλλοι αυτοί της τέχνης.

Τι συμβουλή θα δίνατε στον παρελθόντα εαυτό σας;

Δάσκαλε, θα του έλεγα, να μην αφεθείς στους γρήγορους ρυθμούς και τις απαιτήσεις της ζωής! Χαλαρά, δε μας κυνηγάει κανείς. Και να μην προσπεράσεις σημαντικούς ανθρώπους που εκτιμούν το έργο σου. Κανείς δε θα είναι για πάντα δεδομένος. Βρες χρόνο και γι’ αυτούς. Παλαιά μου γνώση, να σε είχα τότε!

Σας ευχαριστούμε, Δάσκαλε! Εις το επανιδείν!

the Mona Lisa apropriation project 75X100

Discover more!

Share