
Κατερίνα Κοκκινακη
Miss/represented
Share
Το έργο της Κατερίνας Κοκκινάκη, μέσα από την αναγεννησιακή τεχνική του sfumato, προσφέρει στις θεάτριες μια βουτιά στο φανταστικό.
Κατά κάποιο τρόπο στα έργα της κυριαρχεί το Α-στερητικό με πλάσματα άφυλα, με ασαφείς εκφράσεις, απομακρυσμένα από την σαφήνεια του τόπου και του χρόνου, θυμίζοντας που και που τις προσωπογραφίες του da Vinci. Μαζί μιλήσαμε για την αυτοαναφορικότητα, την έμφυλη ταυτότητα, την διεπιστημονική έρευνα και το συγκρουσιακό στην τέχνη. Η Κοκκινάκη καταφέρνει να δημιουργεί έναν κόσμο που θέτει υπό αμφισβήτηση τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, προσκαλώντας τον θεατή να ανακαλύψει νέες οπτικές και ερμηνείες.
INNER VIEW
Γρηγορία Βρυττιά
Γ.Β. Γεια σου Κατερίνα. Έχεις ακολουθήσει μια μακρά, διεπιστημονική ακαδημαϊκή πορεία, η οποία επεκτείνεται πέρα από τις παραδοσιακές πρακτικές. Διακρίνω μια τάση προς το εφαρμοσμένο, μια έμφαση στη δουλειά μέσα στο στούντιο. Ολοκλήρωσες επίσης ένα διδακτορικό. Θα ήθελα να μου μιλήσεις για το πώς αυτή η ερευνητική πορεία βρίσκει τη θέση της μέσα στο έργο σου και τις σκέψεις σου για την έρευνα γύρω από τη σύγχρονη τέχνη.
Κ.Κ. Η σύνδεση είναι άμεση. Η σκέψη μου για το διδακτορικό, για την έρευνά μου, σε κάθε περίπτωση, αναφερόταν στα μικρά παιδιά. Πιστεύω πως ό,τι επιλέγουμε και κάνουμε είναι μέρος του εαυτού μας. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό. Παρατηρώντας, λοιπόν, τα μικρά παιδιά, στα οποία βλέπουμε αυτούσια τη ζωή όπως πραγματικά είναι, ό,τι συμβαίνει στην καθημερινότητα, συνειδητοποίησα αυτή την απλότητα της αισθητικής. Δεν θα πω «τέχνης», θα πω «αισθητικής», εντάσσοντας μέσα κι άλλα πεδία. Για να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση, θα πρέπει να καλλιεργηθεί από μικρή ηλικία και σε καθημερινό πλαίσιο, αδιαχώριστη από τα υπόλοιπα. Με αυτόν τον τρόπο, θα αποφύγουμε να περιοριστεί η τέχνη στο πλαίσιο της ελίτ. Ακόμη και η τέχνη που παράγεται μέσα στην ακαδημία είναι, τελικά, αρκετά μακριά από τον μέσο άνθρωπο, έστω κι αν σήμερα είναι εύκολα προσβάσιμα τα μουσεία, οι δράσεις, οι εκθέσεις κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια ψυχρότητα κι ο κόσμος είναι λίγο αποστασιοποιημένος από την τέχνη, μπορεί να νιώθει και λίγο μειονεκτικά, ότι δεν έχει αρκετές γνώσεις κ.ά.
Αυτές οι σκέψεις με προβλημάτισαν, καθώς τα μικρά παιδιά γίνονται ενήλικες που χάνουν την αισθητικότητα τους, και ζούμε ανάμεσα σε έναν κόσμο αισθητικά στερημένο. Βλέποντας, λοιπόν, τα παιδιά να κάνουν εικαστικά από την Α’ Δημοτικού, αλλά να βαριούνται και τελικά να εγκαταλείπουν μετά την Ε’ Δημοτικού, προσπάθησα να καταλάβω τι πάει στραβά. Θεωρώ πως ο τρόπος που διδάσκεται η τέχνη, αλλά και ο τρόπος που προτείνεται στη σύγχρονη κοινωνία, είναι πολύ ψυχρός και απομακρυσμένος από τον άνθρωπο ως οντότητα. Έτσι, το design, που ήταν η πρώτη μου σπουδή, με βοήθησε να το αντιληφθώ ως ένα πεδίο πάνω στο οποίο μπορώ να βασιστώ για να προσελκύσω ουσιαστικότερα και με διάρκεια τα νέα παιδιά.
Όταν μιλάω για design, εννοώ τον υλικό πολιτισμό. Το design είναι παντού, και μέσα από αυτό, τα παιδιά αντιλαμβάνονται την τέχνη στην καθημερινότητά τους, καθώς αλληλεπιδρούν με το σπίτι, τη δομή της πόλης, τη φύση, έστω και το αστικό φυσικό τοπίο, με τα αντικείμενα, με όλα όσα συνθέτουν τη ζωή τους. Σε ένα πλούσιο υλιστικά περιβάλλον, αυτά τα στοιχεία διαμορφώνουν την καθημερινότητά μας. Ήθελα, λοιπόν, να δω αν τα παιδιά μπορούν να διακρίνουν αισθητικές αξίες μέσα από το καθημερινό design. Και υπήρξαν αποτελέσματα: βιωματικά είδαμε τρόπους και τακτικές μέσα από τις οποίες μπορεί κάποιος να αποκτήσει αισθητική παιδεία, άποψη και δημιουργικότητα, εύκολα και φυσικά, μέσα από την καθημερινότητά του. Είναι πολύ ενδιαφέρον, όπως είμαστε τώρα εδώ και συζητάμε, να σκεφτούμε πόσο αισθητική προσφέρει ακόμη κι αυτή η κουβέντα.
Γ.Β. Μεταμορφώθηκε το έργο σου μετά από αυτή την εμπειρία; Υπάρχουν συναδέλφισσες που λένε πως η διδακτορική έρευνα θωρακίζει, κατά κάποιον τρόπο, το έργο τους· πως μέσα από αυτήν αναπτύσσουν άλλα κριτήρια. Ισχύει αυτό για εσένα;
Κ.Κ. Δεν ξέρω ακόμη. Αισθάνομαι ότι βρίσκεται σε μια φάση μεταμόρφωσης που δεν γνωρίζω πού θα καταλήξει. Το διδακτορικό είναι μια εργασία που σε απορροφά 100%. Όταν, για τρία χρόνια, αφιερώνεσαι σε αυτό το αντικείμενο, είναι πολύ δύσκολο να μπεις και στο εργαστήριο. Παρ’ όλα αυτά, κάποια στιγμή έκανα μια στροφή ως προς το υλικό κομμάτι της τέχνης, ιδιαίτερα προς το τρισδιάστατο, το οποίο πάντα με γοήτευε λόγω του design. Η αλήθεια είναι ότι είχα ήδη αρχίσει να ασχολούμαι με το περίοπτο από τη δεύτερη ατομική έκθεση και μετά, εστιάζοντας στις ποιότητες των υλικών.
Δεν ξέρω ακόμη τι θα γίνει. Όταν προσπαθώ να προχωρήσω την τελευταία μου δουλειά, που είναι καθαρά ζωγραφική και δεν την έχω δείξει ακόμη, βλέπω πως έχει αποκτήσει μια άλλη ζωτικότητα. Ωστόσο, μου είναι δύσκολο πλέον να αφιερωθώ μόνο στο δισδιάστατο έργο. Ίσως επειδή τώρα βλέπω και έχω αποδεχτεί τις πολλές πλευρές που μπορεί να έχει κάποιος, ειδικά όταν κινείται διεπιστημονικά. Είσαι λίγο από εδώ και λίγο από εκεί.
Το διδακτορικό με βοήθησε να αποδεχτώ αυτό το γεγονός, να πω «εντάξει, έχεις και αυτό το κομμάτι, έχεις και τη ζωγραφική, αλλά έχεις και την κατασκευή, έχεις και την έρευνα γιατί σου αρέσει και η έρευνα». Δεν χρειάζεται να τα διαχωρίσεις. Παλιά ένιωθα την ανάγκη να διαλέξω πορεία, να αποφασίσω αν είμαι designer ή καλλιτέχνης, ή αν δεν είμαι τίποτα από τα δύο. Τώρα, όμως, νιώθω καλά με όλα αυτά τα κομμάτια του εαυτού μου.
Κ.Κ. Σε σχέση με τα όνειρα, η σκοπιά μου είναι πιο φροϋδική και συνδέεται πάλι με την εμπειρία της ψυχοθεραπείας. Μαθαίνεις πολλά πράγματα για τον εαυτό σου, και είναι κρίμα να μην τα εκμεταλλευτείς. Είναι όμως κάτι που δεν το έχω σκεφτεί ιδιαίτερα, ίσως επειδή μου βγαίνει αβίαστα, είμαστε, δηλαδή, ένα με αυτό. Ίσως πάλι είμαι λίγο κυνική με τα έργα μου, ενώ μπορεί να είναι πιο ονειρικά.
Γ.Β. Οι άνθρωποι που είναι πολυπράγμονες έχουν την τάση να φτιάχνουν πιο πολυεπίπεδα έργα. Ακολουθούν μια πορεία από τη μία σκέψη στην άλλη και μετά κάπου ξεχνάνε από πού ξεκίνησαν, ενώ για τον εξωτερικό παρατηρητή είναι πιο έντονο, γιατί αυτό είναι το σημείο που ταυτίζεται με το έργο.
Κ.Κ. Τα έργα, μερικές φορές, φλερτάρουν με τη διάσταση του χρόνου. Αυτό που βλέπουμε ήταν, είναι και θα είναι. Αυτό φαίνεται στη χρήση του φόντου. Δεν ζωγραφίζω πραγματικά τοπία, και το φόντο μου είναι σαν ένα παράταιρο σκηνικό που κάποιος το έφερε και το τοποθέτησε τυχαία από πίσω. Χρησιμοποιώ πολύ και την τεχνική του “sfumato”, κι αυτό εντείνει αυτή την αίσθηση της αχρονικότητας. Αν ήταν φράση, δεν θα ήξερες σε ποιον χρόνο θα έπρεπε να την εκφράσεις λεκτικά. Είναι κάτι που έγινε ή που θα γίνει; Εκεί εντοπίζεται, ίσως, μια υπαρξιακή αναζήτηση.
Γ.Β. Τα έργα σου που περιέχουν περίοπτα στοιχεία φαίνεται να ξεκινούν έναν νέο διάλογο. Θέλω να ακούσω τις σκέψεις σου γύρω από αυτά και για τη σχέση σου με τη φύση.
Κ.Κ. Αλλάζει το υλικό και μαζί με αυτό οι διαδικασίες. Όταν ενσωματώνεις σκληρά υλικά, όπως πέτρα ή ξύλο, μαζί με τη ζωγραφική, δίνουν αρχικά την αίσθηση ενός συνονθυλεύματος, που ορισμένοι έχουν χαρακτηρίσει και ως κιτς. Το αγαπώ αυτό. Υπάρχει ένα πρόβλημα με τη θέαση των τεχνών. Οι Έλληνες θαυμάζουν πολύ τη ζωγραφική, αλλά όταν τους παρουσιάζεις κάτι πιο πολύπλοκο, δεν αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις. Για μένα, η ζωγραφική είναι κάτι σαν ένα χάρισμα, όπως όταν κάποιος τραγουδάει όμορφα. Αν όμως δεν κάνει κάποιες επιλογές πάνω σε αυτό και δεν πάρει κάποιο ρίσκο, δεν έχει κάτι ουσιαστικό να πει. Γι’ αυτόν τον λόγο, η επιλογή έργων με ετερόκλητα υλικά ήταν για μένα μια πρόκληση. Δεν μπορείς να επαναπαύεσαι σε ένα απλά όμορφο έργο με καλή τεχνική. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτό; Έτσι, αυτά τα έργα, με τα υφάσματα, τη ζωγραφική, τα ξέφτια και τα ετερόκλητα υλικά που συγκρούονται μεταξύ τους, έχουν αυτό το υπέροχο κιτς αποτέλεσμα που αγαπώ, αλλά δεν έχω ιδέα πού μπορεί να πάει.
Στα έργα για τον ναυτικό, αυτή η τεχνική συνδέεται άμεσα με τη ζωή των ανθρώπων που τον περιμένουν. Όπως είχα γράψει και τότε στον κατάλογο, οι Έλληνες ναυτικοί, όταν επέστρεφαν από τα ταξίδια, έφερναν στην οικογένεια πολλά δώρα. Για αυτά τα «δώρα» όμως δεν είχαν αναπτύξει κανένα αισθητικό κριτήριο. Έφερναν ό,τι τους φαινόταν εντυπωσιακό. Είναι πολύ ενδιαφέρον, αν έχεις την ευκαιρία να δεις τα σαλόνια στα σπίτια των ναυτικών με τους «θησαυρούς» που έφερναν. Τώρα, σε σχέση με τα φυσικά υλικά, είναι δύσκολη η σύνδεσή τους πρέπει να γίνει τόσο όσο ,αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον όταν το κομμάτι της φύσης ενσωματώνεται στο εικαστικό έργο. Ο διάλογος των υλικών είναι δύσκολος, αλλά και τόσο συγκρουσιακός και πρωτόλειος που, με έναν τρόπο, προκαλεί. Επίσης, τα κομμάτια της φύσης έχουν μια δική τους τελειότητα, που προκαλεί τη ζωγραφική όταν ενυπάρχουν στο ίδιο έργο.
Γ.Β. Ζωγραφίζεις συχνά πριγκίπισσες που απομακρύνονται από το αρχέτυπο της υποτακτικής γυναίκας. Θέλω να μου μιλήσεις για την έμφυλη ταυτότητα.
Κ.Κ. Ο πατέρας μου, όταν γυρνούσε από τα ταξίδια, μου έφερνε αγορίστικα παιχνίδια. Έτσι κι αυτές οι πριγκίπισσες είναι κάπως αγοροκόριτσα ή δεν έχουν καθορισμένο φύλο. Όταν, λοιπόν, μένεις στο σπίτι με τη μαμά και ο μπαμπάς είναι ναυτικός, μπορεί να χρειαστεί να πάρεις τον ρόλο του “άντρα”. Αν ο ένας χαρακτήρας είναι πιο ευάλωτος, το πιο δυναμικό άτομο αντικαθιστά το άτομο που λείπει. Όταν επέστρεφε ο μπαμπάς, χάνονταν οι ισορροπίες. Για εμένα, η γυναίκα δεν ήταν ποτέ μια πριγκίπισσα. Εγώ, ως προς την προσωπικότητα, είχα χαρακτηριστικά που αποδίδονταν και στα δύο φύλα. Ήμουν πιο δυναμική, πιο αγοροκόριτσο, που λέγαμε τότε. Έτσι, και στο “Sweet Melancholy”, αλλά και στη σειρά με τις πριγκίπισσες, τα πρόσωπα, ενώ έχουν σεξουαλική ταυτότητα, φλερτάρουν και με τα δύο φύλα.
Γ.Β. Το φύλο, σε κάποια έκταση, είναι κοινωνικό κατασκεύασμα. Αντίστοιχα με το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουμε, αλλάζει και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας. Η δική μας γενιά, για παράδειγμα, των σαράντα, έχει τελείως διαφορετικά δεδομένα από αυτούς που είναι 15 χρόνια μεγαλύτεροι, όπως και από τους δεκαπέντε χρόνια μικρότερους. Μεγαλώσαμε μέσα σε ένα πλαίσιο όπου υπήρχαν συγκεκριμένα πρότυπα και ιδέες για το τι είναι άντρας και τι είναι γυναίκα, αλλά ήταν και εύκολο να βρεις τη θέση σου, μεγαλώνοντας, κάπου στο μεσοδιάστημα. Έτσι, με αναφορά ξανά στις πριγκίπισσες, θέλω να ρωτήσω αν ταυτίζεσαι με την πριγκίπισσα ή αν γίνεται όχημα για να μιλήσεις για την ανεξαρτητοποίηση.
Κ.Κ. Είναι περισσότερο ένα όχημα για να ισορροπήσω τις στερεοτυπικά θεωρούμενες έμφυλες τάσεις μέσα μου — κάτι που προέκυψε μέσα από την οικογένεια.
Γ.Β. Αυτά τα έργα που κάνεις τώρα με το ύφασμα, από πού προέρχονται;
Κ.Κ. Τα έργα με τα χέρια, ουσιαστικά, έχουν μια αναφορά: τη μητρότητα. Το “Baby Swing for Adults” είναι ένα υπερμεγέθες παιχνίδι-κούνια, ένα mobile με χεράκια, τα οποία για εμένα εδράζονται κυρίως στο αισθητηριακό. Είναι τα χέρια της μητρότητας. Τα πρώτα χέρια που σε φροντίζουν όταν είσαι μωρό. Πόσο έντονη είναι αυτή η αίσθηση, η απτικότητα, σε αυτή την ηλικία; Αυτές οι πρώτες εμπειρίες είναι πολύ σημαντικές.
Το χέρι, και σε άλλα έργα, είναι ένα σύμβολο που με απασχολεί πολύ. Μέσα στα πορτρέτα υπάρχουν πολλά χέρια που κάνουν χειρονομίες. Οπτικά, συνδέεται με τη βυζαντινή ζωγραφική. Ο τρόπος που δομούν το χέρι και την κίνηση έχει μοναδική εκφραστικότητα. Το ίδιο συναντάμε και στη ζωγραφική της Αναγέννησης, στην οποία έχει κάποιες υποβόσκουσες αναφορές η δουλειά μου. Ο τρόπος που στέκονται ή που αγγίζουν τα χέρια είναι σαν να έχουν μια δική τους προσωπικότητα. Από την άλλη, είναι κι ένα εύρημα της φαινομενολογίας. Μπορούν να εκφραστούν τόσα περισσότερα πράγματα με τα χέρια απ’ όσα θέλουμε να αποκαλύψουμε με τα λόγια. Δείχνουν, σε κατευθύνουν. Το χέρι είναι πρωταγωνιστής. Κάτι μαγικό κι αυτό.
Γ.Β. Όπως ρωτάω πάντα στο τέλος αυτού του διαλόγου, θέλω να μάθω αν θα ήθελες να μοιραστείς τη χειρότερη και την καλύτερή σου εμπειρία, δουλεύοντας στον χώρο του πολιτισμού.
Κ.Κ. Μια θετική εμπειρία ήταν όταν, ενώ ήμουν στη Σύμη για διακοπές, στη μέση του πουθενά, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα για να εκθέσω το “Sweet Melancholy”. Ήταν κάτι που ήθελα, αλλά προέκυψε σε άσχετο χωροχρόνο, σαν τα έργα μου δηλαδή… Από δυσάρεστες εμπειρίες, τι να πω… Με ενοχλεί που είναι κλειστό το πλαίσιο στην πειραματική τέχνη στην Ελλάδα και φυσικά με ενοχλεί το γεγονός των ελάχιστων ευκαιριών. Επίσης, η κακή παράδοση καλά κρατεί… Πόσες είναι οι αναγνωρισμένες Ελληνίδες γυναίκες καλλιτέχνες; Στην Ελλάδα εννοώ…
Γ.Β. Σε ευχαριστούμε πολύ, Κατερίνα.
- click one photo to open gallery
Ο πατέρας μου, όταν γυρνούσε από τα ταξίδια, μου έφερνε αγορίστικα παιχνίδια. Έτσι κι αυτές οι πριγκίπισσες είναι κάπως αγοροκόριτσα ή δεν έχουν καθορισμένο φύλο. Όταν, λοιπόν, μένεις στο σπίτι με τη μαμά και ο μπαμπάς είναι ναυτικός, μπορεί να χρειαστεί να πάρεις τον ρόλο του “άντρα”.
Τα πρώτα χέρια που σε φροντίζουν όταν είσαι μωρό. Πόσο έντονη είναι αυτή η αίσθηση, η απτικότητα, σε αυτή την ηλικία; Αυτές οι πρώτες εμπειρίες είναι πολύ σημαντικές.