Κατερίνα Μπότσαρη
Miss/represented
Share
Η Κατερίνα Μπότσαρη είναι εικαστική καλλιτέχνης κι ερευνήτρια. Το έργο της αγκαλιάζει μια πληθώρα υλικών και συνθηκών κι ακροβατεί στα όρια της εννοιολογικής τέχνης και του κονστρουκτιβισμού.
Χρησιμοποιεί αντιμνημειακές προσεγγίσεις για να μιλήσει για την δομή της κοινωνίας, τις οπτικές διατάξεις και την εμπειρία του αστικού τοπίου. Τα έργα της με την σαφήνεια της δομής πότε βγάζουν την γλώσσα στην επίσημη τέχνη και πότε ξεκινούν νέους διαλόγους με την ιστορικότητα. Μιλήσαμε για τις διαδικασίες που ακολουθεί, για το γράψιμο και την ανθρώπινη αντίληψη.
INNER VIEW
Γρηγορία Βρυττιά
Γ.Β. Η τέχνη σου χαρακτηρίζεται από μια αποχώρηση από την αναπαραστατικότητα, η οποία εξελίσσεται. Παράλληλα παρατηρώ μεγαλύτερη έμφαση στο υλικό. Θα ήθελα να μας πεις πως αισθάνεσαι εσύ σε σχέση με αυτό, ποιος ο σκοπός και ποιες διαδικασίες ακολουθείς.
Κ.ΜΠ. Στην τελευταία μου έκθεση με τίτλο “Κηφισός”, σε συνεργασία με τον Karl Heinz Jeron, στο Space 52, έγινε μια συζήτηση με το κοινό η οποία είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί με βοήθησε κι εμένα να καταλάβω τι κάνω και γιατί, μέσα από τις ερωτήσεις των υπολοίπων και τις αντιδράσεις τους. Οι συζητήσεις στα πλαίσια των εκθέσεων είναι πολύ ενδιαφέρουσες και καλό είναι να γίνονται με κάθε ευκαιρία. Είναι μια συνήθεια που θα έπρεπε να οικειοποιηθούμε. Μπορεί να σφίγγεται το στομάχι σου λίγο πριν ξεκινήσει αλλά μετά νιώθεις πως μαθαίνεις πολλά πράγματα γύρω από το πως βλέπουν οι άλλοι αυτό που κάνεις εσύ. Λαμβάνεις σημαντικές πληροφορίες, πράγματα που δεν φαντάζεσαι μόνη σου, τις απόψεις άλλων ανθρώπων. Δημιουργείται μια σοβαρή διαλεκτική πάνω στα έργα και αυτό λειτουργεί σαν νέο κίνητρο για να συνεχίσεις.
Αν υπάρχει ένα πράγμα που κατάλαβα από αυτή την διαδικασία είναι ότι αυτό που κάνω, πέρα από την πρόθεση να φτιάξω περιβάλλοντα -κάτι το οποίο μπορεί να με ενδιέφερε ανέκαθεν αλλά δεν είχα απαραίτητα τις κατάλληλες προϋποθέσεις- είναι πως αυτά τα έργα μπορεί να μην είναι αναπαραστατικά αλλά με κάποιο τρόπο προσπαθούν να καταγράψουν να μεταφράσουν συνθήκες βιώσιμες και ανοίκειες.
Με κάποια απλοϊκότητα θα πω ότι ίσως αισθάνομαι πως κατασκευάζω μακέτες σε μεγάλη κλίμακα. Τα υλικά που χρησιμοποιώ είναι κυρίως βιομηχανικά, φθηνά και προσβάσιμα σε μεγάλα καταστήματα. Αυτό είναι ξεκάθαρο και πολύ φανερό και απενοχοποιημένο . Τα υλικά χρησιμοποιούνται ξανά και ξανά με μεγάλη ευκολία. Δεν με ενδιαφέρει να κάνω κλειστά έργα με σκοπό να γίνουν μουσειακά αλλά με ενδιαφέρει η μνημειακότητα της κλίμακας. Με ένα τρόπο είναι σαν να μεταμορφώνει μικρές μακέτες, σαν να αναπτύσσονται στον χώρο με την ίδια αισθητική που επικρατεί και στον χώρο του εργαστηρίου όπου και τα άρχισα.
Γ.Β. Το ζήτημα της εφήμερης μνημειακότητας είναι εμφανές στα τελευταία έργα σου. Με αυτό το δεδομένο, το υλικό σου αποκτά μία επιπρόσθετη συμβολική αξία;
Κ.ΜΠ. Έχει, ναι. Αυτό είναι αλήθεια. Ξεκίνησα επειδή με γοήτευσαν πολύ όλα αυτά τα σύμβολα στον δημόσιο χώρο που καταρρέουν και απομένουν από άλλες εποχές. Στο διδακτορικό μου μίλησα για ταμπέλες (billboards), για τις σκαλωσιές και για τα εγκατειλημμένα κτίρια. Έτσι αναζητώ πως μπορεί μια μνημειακή φόρμα να αναπτυχθεί χωρίς μνημειακά υλικά. Με ενδιαφέρει η δισυπόστατη χρήση των λέξεων “μνημείο” και “monument” που στα αγγλικά κατά τον Οζέν προέρχεται από την λέξη μόνιμο. Αντίστοιχα τα monuments συνδέonται με την λέξη μόνιμο που σημαίνει πως και τα υλικά οφείλουν να είναι άφθαρτα. Μέσα από αυτό φτάνουμε στο αντιμόνιμο, στο αντιμνημειακό που αναφέρεται και αφορά μια ολόκληρη κατηγορία εφήμερων και θραυστών κατασκευών οι οποίες όμως καταγράφονται στην μνήμη λόγω κλίμακας. Είναι κάτι που το αγαπώ, με γοητεύει και το συγκρατώ όταν το βλέπω στον δημόσιο χώρο, είτε πρόκειται για γλυπτική, εγκαταστάσεις ή κατασκευές. Πάντα με ένα τρόπο με ενδιαφέρει να τις ξαναεπισκεφτώ. Θέλω να φέρνω τον θεατή κοντά σε αυτά τα σημεία που είναι κάπως αχαρτογράφητα, δεν έχουν ταυτότητα, δεν είναι τα θεσμικά ή κεντρικά ή τα καθώς πρέπει σημεία της πόλης. Δεν ανήκουν στα επίσημα αφηγήματα.
Γ.Β. Θεωρείς, σε μια κυματοειδούς μορφής κατανόηση της ιστορίας της τέχνης, ότι βρισκόμαστε σε κάποιο αντίστοιχο πλαίσιο με αυτό που γέννησε τον κονστρουκτιβισμό ώστε να παρατηρούμε την ίδια παγκόσμια τάση; Θέλουμε να ξανασχεδιάσουμε τα μνημεία, να αναθεωρήσουμε τα υλικά, τί είναι υψηλό και τί όχι;
Κ.Μ. Ενδεχομένως. Υπάρχει μια τάση για μια θραυσματική αντιμετώπιση της γλυπτικής, το βλέπω κι αυτό αλλά δεν νομίζω πως υπάρχει μια μονοδιάστατη τάση. Μπορείς να τα δεις σαν θραύσματα μεγάλης ισχύος που επιβάλετε στο χώρο παρόλο που είναι εξίσου κομμάτια του τοπίου, της κατάστασης κι από εκεί και πέρα, κρίνοντας από την εμπειρία μου για το τι συμβαίνει στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της εποχής, ενδεχομένως να υπάρχουν σοβαροί καλλιτέχνες οι οποίοι σέβονται την δομή, την ξαναβλέπουν, την μελετάνε, την ακολουθούν με μια συνέχεια, κρατώντας αυτό το νήμα που λες. Ενδεχομένως να είμαστε μέσα σε έναν από αυτούς τους κύκλους, να υπάρχει μια αναμόχλευση.
Γ.Β. Εγώ, τουλάχιστον, σαν θεατής, βιώνω την τέχνη σου με έναν αστικό τρόπο. Δηλαδή έχει μια γεωμετρικότητα και το υλικό παραπέμπει ξεκάθαρα σε ανθρωπογενείς συνθήκες και κατασκευές. Δεν βλέπω αναφορές στην φύση και θα ήθελα να ρωτήσω πως λειτουργεί αυτό στις περιπτώσεις όπου χρησιμοποιείς σαν έναυσμα μια κατασκευή, όπως η πινακίδα γύρω από την οποία στήθηκε η εγκατάσταση του Materia Prima, η οποία βρισκόταν σε ένα φυσικό τοπίο. Το αντίθετο, ήταν στον αντίποδα. Ήταν ένα φυσικό, σκληρό τοπίο.
Κ.Μ. Άκουσα κάπου πως ο Κεσσανλής έλεγε πως τα παιδιά της επαρχίας έχουν μια πολύ δυνατή ματιά. Ίσως αυτό να φταίει (γελάει). Το επαναφέρω γιατί μπορεί να βλέπω τον αστικό σχεδιασμό αλλά τον βλέπω μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που έχει ζήσει κι έχει χορτάσει την φύση. Έτσι, για εμένα, αυτά είναι κάπως σαν ενδιαφέρουσες παρεμβολές στην ησυχία και την ηρεμία ή και την αγριότητα της φύσης πολλές φορές. Από εκεί και πέρα πόσο κοντά βρίσκεσαι στον πυρήνα μιας μητρόπολης ή πόσο μακριά ταξιδεύεις σε ένα ακριτικό ή όχι σημείο που μπορεί ξαφνικά να ξεπετάγεται μια τέτοια δομή και να μας εκπλήσσει, αυτό είναι καθαρά ζήτημα της στιγμής. Με τα ίδια εργαλεία θεωρώ ότι διαβάζω οποιαδήποτε μορφή πυκνής αφήγησης, ανθρωποκεντρικού σχεδιασμού, ή κατασκευαστικού τοπίου. Με τα ίδια εργαλεία διαβάζω την βαριά αστική δόμηση και τις παραδοξότητες ενός μητροπολιτικού κέντρου αλλά και τις αντίστοιχες παραδοξότητες που συναντάμε σε σημεία εντελώς αναπάντεχα.
Γ.Β. Όλες οι δράσεις που κάνεις όπως κι η σχέση του μνημειακού με το πρόσκαιρο που χτίζεις, μπορούμε να θεωρήσουμε πως δημιουργούν μια προϋπόθεση για πολιτική ανάγνωση. Όχι κομματική. Πολιτική με την έννοια της πράξης που έχει άμεσο κοινωνικό αντίκτυπο.
Κ.Μ. Σίγουρα. Σύμφωνα με τον Μικέλ Ντουφρέν, ο οποίος συγκρίνει την αισθητική της τέχνης με την πολιτική, όταν συγκρίνουμε συνθήκες οπτικού ενδιαφέροντος παρατηρείται ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο. Η ιδέα της ισορροπίας και της αρμονίας στις μνημειακές αναγνώσει συνάδει με αναφορές στις ιδανικές αναγνώσει που ρέπουν περισσότερο στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Οπότε η ανατροπή αυτής της θέασης, η ανατροπή των θεωριών της ισορροπίας και της αρμονίας που επιτυγχάνεται μέσα από κατασκευές μη μνημειακές ή αντιμνημειακές ισοδυναμεί με μια στάση διαμαρτυρίας και κριτική στην εξουσία.
Γ.Β. Σαφώς. Η επόμενη μου ερώτηση έχει να κάνει με το γράψιμο. Ολοκλήρωσες την διδακτορική σου έρευνα κι ήθελα να μου πεις πως επηρεάζει το να γράφεις το έργο κι αν θεωρείς το να γράφεις για την τέχνη μέρος του έργου ή μέρος της διαδικασίας.
Κ.Μ. Ο αρχικός λόγος για τον οποίο θέλησα να γράψω ήταν για να καταλάβω τι ήθελα να κάνω με την τέχνη μου. Η πρώτη σκέψη ήταν πως θα είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για να καταλάβω τι κάνω και γιατί. Υπάρχει νόημα στην προσπάθεια; Θα μου προσέφερε μια εσωτερική επιβεβαίωση για αυτή την ανάγκη. Πάντα αισθανόμουν πως περιπλανιέμαι, πως μου αρέσουν διάφορα πράγματα, ενώ ένιωθα πως δεν έχω εντρυφήσει σε κάτι συγκεκριμένο, ώστε να μπορώ να το θεωρήσω δικό μου. Οπότε, ναι, το διδακτορικό με βοήθησε να συγκεντρώσω την ενέργεια, την δυναμική και την όρεξη που είχα και να εμβαθύνω σε ένα αντικείμενο αν και δεν ήξερα αν θα επιμείνω ώστε να με χαρακτηρίσει. Το διδακτορικό το παντρεύεσαι. Είναι πιο θεωρητική η προσέγγιση αλλά με κάποιο τρόπο φαίνεται να ισχύει. Αποκτάς μια μεγαλύτερη σύνδεση με το αντικείμενο, που το αγαπάς ούτως ή άλλως. Το αγαπούσα και δεν άλλαξα ποτέ τίτλο ούτε περιεχόμενο. Φαίνεται να ήξερα εξ αρχής τι ήθελα αλλά δεν το είχα εκλογικεύσει, δεν είχε γίνει λόγος.
Γ.Β. Ποιός είναι ο τίτλος, ακριβώς;
Κ.Μ. Waisted Billboards, τα αντιμνημεία του αύριο. Το γράψιμο σε κάθε περίπτωση με απελευθερώνει από την ανάγκη να πρέπει να εξηγήσω τα πάντα μόνο μέσα από το έργο. Μια πρόταση που έχει επικοινωνήσει και μέσα από τον γραπτό λόγο, που μπορεί να αιτιολογηθεί με απελευθερώνει από το να αισθάνομαι πως υπάρχουν κενά στην απόδοση του έργου. Αυτό έχει υπάρξει η απαρχή πολλών κινημάτων όπως ο μινιμαλισμός ή η εννοιολογική τέχνη. Αντιλαμβάνεσαι πως από την στιγμή που άρχισε να γεφυρώνεται το χάσμα μεταξύ θεωρίας, φιλοσοφίας, κοινωνικών αναζητήσεων η τέχνη μπόρεσε να αφήσει πίσω της αυτή την αγωνία του αν μπορεί να επικοινωνήσει ξεκάθαρα την προδιάθεση του καλλιτέχνη. Πιστεύω πως το να γράφουμε για τα έργα μας είναι απαραίτητο. Μακάρι να γινόταν περισσότερη δουλειά και παλαιότερα. Νομίζω πως αρχίζει να γίνεται κάπως αναγκαιότητα.
Γ.Β. Συμφωνώ. Νομίζω πως έχουμε προσπεράσει το σημείο στο οποίο οι καλλιτέχνες μόνο φτιάχνουν και δεν μιλάνε ή δεν χρησιμοποιούν τον λόγο σαν εργαλείο. Δεν υπάρχει πιο κατάλληλος άνθρωπος να μιλήσει για το έργο σου από εσένα την ίδια. Τελειώνοντας θα ήθελα να μιλήσουμε για κάποια ζητήματα που είναι κοινά σε όλους τους διαλόγους μου με τις καλλιτέχνιδες. Θα ήθελα να μας πεις αν έχεις αντιμετωπίσει ποτέ έμφυλες διακρίσεις στον χώρο του πολιτισμού κι αν μπορείς να μοιραστείς την χειρότερη και την καλύτερη στιγμή της πορείας σου σαν καλλιτέχνης.
Κ.Μ. Στην καθημερινότητά μας συναντάμε έμφυλες διακρίσεις. Έχει χωνευτεί μέσα στο πετσί μας αυτό. Φυσικά νομίζω πως υπάρχει κι η άλλη πλευρά των γυναικών, που είναι ζωντανή κι ενεργή και δραστήρια. Προσωπικά με βοηθάει να το αγνοώ συχνά, με την έννοια πως ο χαρακτηρισμός του φύλου αν παραγνωριστεί, δημιουργεί εντυπώσεις από εκεί που ίσως να υπάρχει κι αντίθετη άποψη. Σε κάθε περίπτωση είναι καλό να το συζητάμε χωρίς όμως να δίνονται υπερβολικές διαστάσεις. Θεωρώ ότι ένα φάρμακο που μπορώ να μεταδώσω σε όλους είναι να μην το σκεφτόμαστε καθόλου σαν διαφοροποιητικό παράγοντα. Όσο για τις καλύτερες και χειρότερες στιγμές, είναι μεγάλη η ικανοποίηση της αποδοχής του κόσμου για μια έκθεση. Μεγάλη ικανοποίηση ένιωσα κι όταν ολοκλήρωσα το διδακτορικό. Η χειρότερη στιγμή είναι η απόρριψη.
Γ.Β. Γιατί είναι τόσο σκληρό πράγμα η απόρριψη αφού είναι μέσα στην διαδικασία; Δεν θα έπρεπε να είμαστε ικανές να ανταπεξέλθουμε σε αυτό;
Κ.Μ. Δεν ανήκει νομίζω η απόρριψη μόνο στο καλλιτεχνικό κομμάτι μας. Νομίζω γενικά δεν μας αρέσει. Οι καλλιτέχνες όμως το ζουν συχνά κι έντονα. Είναι σαν ένα συστατικό ισότιμο του θανάτου. Είναι δυο ζητήματα με τα οποία δεν μπορεί να καταπιαστεί το ανθρώπινο είδος. Στην τέχνη η απόρριψη είναι μεγάλο κομμάτι. Ζούμε με αυτό. Προσπαθείς και δέχεσαι τις απορρίψεις. Αν τα καταφέρεις, πετυχαίνεις το επόμενο μεγάλο βήμα.
Γ.Β. Σε ευχαριστούμε πολύ Κατερίνα.
Πως μπορούμε να μην αναπαράγουμε τα αρχέτυπα τα οποία θέλουμε να αντικρούσουμε αλλά παράλληλα και πως συνδεόμαστε, πως αφουγκραζόμαστε; Είναι κάτι το συνεχές στην ζωή των γυναικών.