Παναγιώτης Μπενέας
Συνεντεύξεις με νέους ποιητές
Παναγιώτης Μπενέας
Συνεντεύξεις με νέους ποιητές / νέες ποιήτριες 10 ερωτήσεις (+ μία ακόμη)
Share
Ο Παναγιώτης Μπενέας ζει και περιπλανιέται στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1997, και είκοσι έτη αργότερα, το καλοκαίρι του 2017, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ιαματικές πληγές, εκδόσεις Το Σκαθάρι. Τον Μάρτιο του 2023 τέθηκε σε κυκλοφορία και η δεύτερη «ευπαθής ομάδα» ποιημάτων του με τίτλο Το ελιξίριο της αιώνιας συντροφιάς, εκδόσεις Ανεμολόγιο.
Πέραν όλων των προαναφερθέντων, που μοιράστηκε μαζί μου μια Κυριακή μεσημέρι όταν το κρύο –μια από τις ελάχιστες εκείνες ημέρες του, κατά τα άλλα ήπιου, φετινού χειμώνα- μας ανάγκασε να ζεσταθούμε με ανταλλαγή λυρικών email και αχνιστές κούπες καφέ στα χέρια, ο Παναγιώτης είναι ένας άνθρωπος απολαυστικός. Γιατί απολαυστικός; Γιατί είναι γεμάτος ζωή και λέξεις. Η γραφή του είναι έξυπνη, οξυδερκής, με τις κατάλληλες δόσεις χιούμορ να ισορροπούν μια πιο έμφυτη μελαγχολία που δακρύζει πίσω από του στίχους του. Ο λόγος του ρέει και σε παρασέρνει σε αναμνήσεις που θα μπορούσαν να είναι δικές σου και σκέψεις που θα ήθελες να είχες κάνει, αλλά δεν έκανες. Τι πιο όμορφο που τις έκανε ο Παναγιώτης για σένα και στις προσφέρει απλόχερα μέσα από τις ποιητικές του συλλογές;
Για να μην χρονοτριβώ άλλο, σας παραθέτω εδώ μια αγαπημένη φράση του Παναγιώτη από την ταινία Μαγνητικά Πεδία του Γιώργου Γούση (2021), με την οποία έκλεισε και τον λόγο του στην παρουσίαση της πιο πρόσφατης ποιητικής συλλογής του στα πλαίσια του 51ου Φεστιβάλ Βιβλίου:
Θέλω να πω μερικά τραγούδια / και να μ’ ακούει κάποιος.
Τον ρωτήσαμε, λοιπόν, κι εκείνος απάντησε, κι εδώ είναι οι απαντήσεις του, ένα μικρό παραθυράκι στο μυαλό του και την ποίησή του.
Ακούστε:
INNER VIEW
Λίδα Ζαχοπούλου
Ευχαριστούμε για τον χρόνο σου και τη συνομιλία με το influencemag.gr. Πες μας κάτι που πιστεύεις ότι πρέπει να ξέρουμε για εσένα!
Κι όμως ο δικός σας ο χρόνος, που τον διαθέτετε τώρα υπέρ των ποιημάτων μου, είναι που τιμά τις ατέλειωτες στρατιές δικών μου ωρών και ημερών που έπεσαν υπέρ της πατρίδος που είναι η ποίηση, για όσους συχνά λιποτακτούμε εγκαταλείποντας την βάρβαρη πραγματικότητα. Εγώ, λοιπόν, σας ευχαριστώ. Κι ευθύς απαντώ πως κάτι άλλο πέρα από τους τίτλους των βιβλίων μου και το όνομά μου, ώστε να είναι πιο ευχερής η αναζήτησή τους σε κάποιο βιβλιοπωλείο, συνοικιακό κατά προτίμηση, δεν πιστεύω ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να γνωρίζει κάποιος για εμένα.
Θα μας πεις δυο λόγια για τις δύο εκδοθείσες ποιητικές σου συλλογές;
(Ιαματικές πληγές, εκδόσεις Το σκαθάρι, 2017 και Το ελιξήριο της αιώνιας συντροφιάς, εκδόσεις Ανεμολόγιο, 2023)
Άμα πράγματι υπάρχει κάτι που αξίζει να ειπωθεί γι’ αυτές, το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν θα ειπωθεί από εμένα. Θα το αφηγηθεί άλλη στιγμή η τυχόν επιτυχής διέλευσή τους μέσ’ απ’ την αδυσώπητη χρονοθύελλα. Άραγε θ’ αξιωθώ να το ακούσω;
Οι τίτλοι και των δύο ποιητικών συλλογών σου προκύπτουν από ένα έξυπνο εγκεφαλικό παιχνίδι με τις λέξεις –στοιχείο που χαρακτηρίζει και το περιεχόμενο των ίδιων των συλλογών. Ποιες είναι εκείνες οι πληγές που μπορούν να μας γιατρέψουν και ποιο είναι, τελικά, το ελιξίριο της αιώνιας συντροφιάς;
Το ερώτημα αυτό με φέρνει αντιμέτωπο με μια απ’ τις μομφές που έχουν αποδοθεί στα ποιήματά μου, ότι δηλαδή εκεί μονάχα, στα ρηχά των λέξεων, πάνε και παίζουν, για τα βαθιά νοήματα αδιαφορώντας. Αν και δεν είναι της παρούσης, απαντώ, δανειζόμενος στίχους της Κικής Δημουλά, πως έχουν και τα ρηχά «τα βάσανά τους και τα γλέντια τους». Επίσης, ας μην υποτιμούμε τις δυνατότητές τους. Λίγους πνίγει καθημερινά η τόση ρηχότητα που μας περιβάλλει; Να έλθω όμως στους τίτλους των βιβλίων μου δηλώνοντας κι ο ίδιος ξαφνιασμένος απ’ το πόση απροσδόκητη ελπίδα έχει αναβλύσει απ’ αυτούς παρά την μάλλον ζοφερή καταγωγή τους. Σκέψου πως, όταν έγραφα στην πιο πρόσφατη συλλογή μου για το Καφενείον Η αιώνια συντροφιά, είχα κατά νου το κοιμητήριο του χωριού μου όπου αναπαύονται όλα τα παιδικά μου καλοκαίρια ανεξαιρέτως, πλάι στις γιαγιάδες και τον παππού μου.
«[…] Τίποτε. Μια συνονόματη της μάνας σου, / απλώς παραμονή Δευτέρας –όχι δα και μέρα […]». Γιατί, πιστεύεις, ήταν οι Κυριακές ανέκαθεν τόσο ζόρικες, τόσο μη μέρες και ποια είναι η δική σου αγαπημένη μέρα;
Τώρα μάλιστα! Οι στίχοι αυτοί προέρχονται από το ποίημα στο οποίο κάνουν ειδική μνεία σχεδόν όλοι όσοι διαβάζουν Το ελιξίριο της αιώνιας συντροφιάς. Δεν είναι και τόσοι πολλοί, μη φανταστείς. Δυσκολεύομαι να σου το εκφράσω, αλλά πραγματικά για μένα η Κυριακή δεν είναι ακριβώς μέρα, αλλά ένας θάλαμος κατειλημμένος απολύτως από μια άγρια, ζωντανή, θα έλεγα σαρκώδη ανησυχία για το αν θα φτάσει επιτέλους ή όχι στον επιθυμητό μου παραλήπτη το αίσθημα εκείνο το οποίο σαν τώρα με θυμάμαι να σκίζω κομματάκια ελάχιστα βήματα πριν το ταχυδρομικό κουτί. Όσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, σε διαβεβαιώνω πως αποχωρίζομαι την κάθε μου ημέρα εδώ πάνω σαν αγαπημένη που δεν θα ξαναδώ.
Ποια είναι η τελευταία ποιητική συλλογή που διάβασες;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω σχεδόν ποτέ διαβάσει μονορούφι μια ποιητική συλλογή. Στο γραφείο μου, τα συρτάρια και τα ράφια μου βέβαια εφημερεύουν ουκ ολίγα ποιητικά βιβλία. Συχνά όλο και σε κάποιο απ’ αυτά προστρέχω για μερικά παυσίπονα ποιήματα. Ευτυχώς να λέμε, γιατί αλλιώς πολύ φοβάμαι πως θα είχα προκαλέσει σοβαρότατες ελλείψεις στην παγκόσμια φαρμακοβιομηχανία… Αυτές τις μέρες τριγυρίζουν στο μυαλό μου κάποιοι στίχοι του Μανόλη Αναγνωστάκη. Για μια γυναίκα που γερνά και τρυπά το στήθος της μ’ ένα μαχαίρι ψάχνοντας να βρει έναν περίπατο στ’ ακροθαλάσσι ή ένα σούρουπο. Απ’ την ώρα που τους διάβασα ρέει ακατάσχετη η αγωνία μου εάν τα βρήκε ή αν τα κατάπιε και αυτά το χαώδες αναξιοποίητο του βίου μας.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου ποιητές; Πώς θεωρείς ότι σε έχουν επηρεάσει στον τρόπο γραφής σου;
Καθόσον τρομερά επιφυλακτικός απέναντι στην αγάπη που δεν αρκείται στην ύπαρξή της, αλλά επαιτεί την έξωθεν επικύρωσή της, θα προτιμούσα να κρατήσω κρυφούς τους συμβίους των πιο μοναχικών στιγμών μου. Κατά τα λοιπά, ενώ μπορώ να πω με απόλυτη σιγουριά πως έχω επηρεαστεί απ’ οτιδήποτε έχω διαβάσει και μ’ έχει συγκινήσει βαθιά ή εξάψει, δεν έχω εισέτι μπορέσει ν’ αποκρυπτογραφήσω τα σημεία της επιρροής αυτής πάνω στο σώμα των γραπτών μου, τα οποία δεν αποκλείεται, ωστόσο, για οποιονδήποτε άλλον να είναι προφανή και ευνόητα. Κάποιος μου είπε, για παράδειγμα, πως διαβάζοντας το δεύτερο βιβλίο μου διείδε την αγάπη μου για τον Καβάφη. Ντράπηκα αφόρητα, το βρήκα ασεβές προς τον ποιητή να λέγεται πως κάτι δικό μου, έστω εμμέσως, θυμίζει εκείνον. Πάντως και μόνον αν σκεφτείς πως πρόθεσή μου είναι να γράφω ποιήματα που πρώτος εγώ ως αναγνώστης θα τα ξεχώριζα, ε, δεν μπορεί, αναγκαίως κάποια συγγένεια δεν θα υπάρχει μεταξύ αυτών και όσων έχουνε κατά καιρούς πλανέψει την ανάγνωσή μου;
Η δεύτερη ποιητική συλλογή σου με τίτλο Το ελιξίριο της αιώνιας συντροφιάς φαίνεται να έχει πολλά στοιχεία εμπνευσμένα από την πρόσφατη εμπειρία της πανδημίας που βιώσαμε σε παγκόσμιο επίπεδο το 2020. Είναι η έμπνευση κάτι που έρχεται πιο εύκολα σε καιρό τρικυμίας ή χρειάζεται την ηρεμία μετά την καταιγίδα για να πάρει μορφή; Με άλλα λόγια, γράφουμε ως αποτέλεσμα των εμπειριών μας ή ως διέξοδο από εκείνες την ώρα που τις βιώνουμε;
Σε κάποιο απ’ τα ποιήματα της πρόσφατης συλλογής μου γράφω ότι στον δικό μου ουρανό πρέπει πρώτα να κοπάσει η καταιγίδα για να ξεσπάσει η έμπνευση. Εάν τώρα αναλογιστείς πως απ’ το πρώτο μέχρι το δεύτερο βιβλίο μου μεσολάβησαν έξι χρόνια, μάλλον ο ουρανός μου δεν ενδείκνυται για εκδρομείς στίχους… Συντάσσομαι απόλυτα με κάτι που έχει διατυπώσει πολύ πιο εύστοχα απ’ όσο εγώ θα μπορούσα η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ότι δηλαδή «εμποδίζεται η τέλεια έκφραση όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα». Κι εγώ ουδέποτε θα συνθηκολογούσα με την ευκολία για λίγα παραπάνω ποιήματα. Επομένως, εκφράζοντας απλώς και μόνον την μειοψηφία της εσωστρεφούς μου οδύσσειας, θα έλεγα ότι σανίδα που σώζει απ’ όσα τρικυμιώδη βιώνουμε δεν είναι η συγγραφή, αλλά μάλλον η προοπτική αυτής στα μύχια μιας εφήμερης πλην ασφαλούς θαλασσινής σπηλιάς.
Μιας και αναφέρθηκες όμως συγκεκριμένα στην περίοδο της καραντίνας λόγω του κορωνοϊού, πράγματι αυτή στάθηκε ικανή να προσβάλει -άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο- ακόμη και ποιήματα που είχαν γραφτεί ή συλληφθεί πριν απ’ αυτήν. Δεν σου κρύβω πως ο τίτλος υπό τον οποίο κατέθεσα την δεύτερη ποιητική συλλογή στον εκδότη μου ήταν «μετακίνηση 4». Γιατί αυτό δεν είναι από μια άποψη η έκδοση των ποιημάτων; Μια έξοδός τους προς όσους τα έχουν ανάγκη. Εντούτοις, αυτός ο πιο επίκαιρος και ως εκ τούτου πιο εμπορικός ενδεχομένως τίτλος δεν επικράτησε. Τον αξιολόγησα ως φτηνό και ανέντιμο προς τον αναγνώστη εκ μέρους μου. Όπως αποστομωτικά δήλωσε πριν λίγο καιρό η Λίνα Νικολακοπούλου: «Δεν είμαι ποτέ στη ζωή μου με την επικαιρότητα. Είμαι με την αιωνιότητα». Αυτό ακριβώς είναι που την καθιστά εξάλλου κατ’ εμέ ποιήτρια. Καταστάλαξα λοιπόν σ’ έναν τίτλο που υπόσχεται ένα κάποιο αντίδοτο σε μιαν άλλη διαχρονικά παγκόσμια και πιο ύπουλη πανδημία. Την μοναξιά.
«Αν όχι γράμματα εξάλλου, / τι θα μουσκεύει την επαύριον ο χωρισμός, / τι θα μηρυκάζουν τα γεράματα / και θα κληρονομήσει τι ο διασυρμός μας;» Τι πιστεύεις, αλλάζει ο ρόλος της Γλώσσας στη σύγχρονη εποχή;
Περισσότερο αρμόδιος να τοποθετηθεί επ’ αυτού θα ήταν, νομίζω, ο γλωσσολόγος που δεν έγινα από φόβο μην φανώ ασυνεπής προς την μακρά πορεία που έχω διαγράψει από παιδί στην απόσειση των επιθυμιών μου. Απαντώ, λοιπόν, ως απλός χρήστης της γλώσσας κι ως ιδανικός κι ανάξιος εραστής της. Ο ρόλος της παραμένει το ίδιο με άλλοτε πρωταγωνιστικός σ’ αυτό το έργο που καθημερινά, επί αιώνες, ανεβάζει επί σκηνής μας η ασυνεννοησία. Καμιά φορά λέω πως η ποίηση είναι μια συγγνώμη της γλώσσας προς τον άνθρωπο που δεν το μπόρεσε να του προσφέρει επικοινωνία.
Πες μας ένα όνειρό σου…
Να ‘μουν ολόκληρος εγώ, τώρα εδώ, το ακαταλαβίστικο όνειρο μιας άλλης πιο ωραίας, πιο ξεκάθαρης ζωής μου που κοιμάται.
Ποιος είναι ένας στόχος σου για το άμεσο μέλλον;
Ν’ αποδείξω πως η μνήμη μου δεν είναι κοινός εγκληματίας, μα τελούσε σε κατάσταση ανάγκης, όταν πλαστογραφούσε το παρελθόν μου.
+1. Τι είναι για σένα η ποίηση;
Το άφθαρτο σώμα που είθε να δεχθεί να στεγάσει το πνεύμα μου, όταν θα ‘χει πια αυτό τεθεί εκτός ύλης μου.
Συντάσσομαι απόλυτα με κάτι που έχει διατυπώσει πολύ πιο εύστοχα απ’ όσο εγώ θα μπορούσα η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ότι δηλαδή «εμποδίζεται η τέλεια έκφραση όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα».
Περισσότερο αρμόδιος να τοποθετηθεί επ’ αυτού θα ήταν, νομίζω, ο γλωσσολόγος που δεν έγινα από φόβο μην φανώ ασυνεπής προς την μακρά πορεία που έχω διαγράψει από παιδί στην απόσειση των επιθυμιών μου. Απαντώ, λοιπόν, ως απλός χρήστης της γλώσσας κι ως ιδανικός κι ανάξιος εραστής της.
Να ‘μουν ολόκληρος εγώ, τώρα εδώ, το ακαταλαβίστικο όνειρο μιας άλλης πιο ωραίας, πιο ξεκάθαρης ζωής μου που κοιμάται.
Ποίηση του Παναγιώτη Μπενέα
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑΣ
Δεν είναι μέρα.
Είναι η επωδός του κάματου,
τιμητική της διαφοράς.
Τα συνοικιακά καμπαναριά με τα μισόλογα
που εκτοξεύουν προς τον ύπνο σου
– διακινητή μορφών παράνομων.
Το αναμμένο ραδιόφωνο,
φίμωτρο της ησυχίας,
μια ρίμα βοηθείας σαν απρόβλεπτα
βυθίζεσαι στη δίνη του εαυτού σου.
Είναι η άδεια Σόλωνος,
το στέκι με κατεβασμένα τα ρολά,
η χέρι χέρι βόλτα με την αγωνία σου
εάν υπάρχεις εν τη απουσία των άλλων.
Το ξεποδάριασμα της ακοής
στις γλώσσες και τις μουσικές της Αρεοπαγίτου,
τα σύντομα φιλιά με θέα διαρκείας,
η ανυπόδητη περιπολία στα δωμάτια
– μετά μεγαλοπιάστηκε η πλήξη σου
κι αγόρασε πασούμια.
Είναι τα συρτάρια που τι το ‘θελες
και νοίκιασες στην ακαταστασία.
Ο συνοδός απογευματινών ωρών
σε κάμποσα φθαρμένα εισιτήρια
θεάτρου, σινεμά – παράδεισου δε βρήκες.
Είν’ οι αρχαιότητες εδώ εκεί
το επιτάφιο γρασίδι τους ενδεδυμένες,
ξεφούσκωτοι πολιτισμοί
σαν πέη μίζερα μετά την ολοκλήρωση.
Ο κατοικίδιος καπνός που φυγαδεύουν
τα ρουθούνια – άσαρκος μα σύντροφος.
Τίποτε. Μια συνονόματη της μάνας σου,
απλώς παραμονή Δευτέρας – όχι δα και μέρα
αυτό το σαλιγκάρι εικοσιτετράωρο
το άλλοτε απείραχτο απορριμμένο
στο καλάθι των αχρήστων
κι άλλοτε η αφορμή να απορείς
ευρύχωρο που είναι το εφήμερο.
Τι πολύ τι λίγα ζούμε.
ΙΣΟΒΙΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Υπερψηφίστηκε το νομοσχέδιο της πτώσης.
Κατ’ εφαρμογή του απορρίπτεις
έως και το τελευταίο φύλλο σου.
Δέντρο θα δηλώνεις εφεξής.
Και τώρα πώς θα κατορθώσει
το θεράπον έαρ να διαγνώσει
πλάτανος αν είσαι ή μουριά
ο ίσκιος σου αν είναι για να κανακεύει
ή να επιβάλλεται
του καφενέ αν είσαι κύριος
ή εκλεκτός πελάτης;
Άλλο που κι εγώ δεν αντιστάθηκα
το ένα μόνο φύλο μου
ποικιλοτρόπως ν’ απορρίπτω.