ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ ΠΟΛΙΤΗ
Miss/represented
Share
Η Σπυριδούλα Πολίτη, είναι μια από τις πλέον τολμηρές κι ενδιαφέρουσες εικαστικούς της γενιάς της. Η δουλειά της ξεπερνάει τα όρια της κατηγοριοποίησης του μέσου της τέχνης, καθώς κατασκευάζει ζωγραφικούς πίνακες, γλυπτικές εγκαταστάσεις και βίντεο. Τα έργα της χαρακτηρίζονται από μια έμφαση στο υλικό, που γίνεται μεταφορέας μνήμης, κι εμπλουτίζεται από τα προσωπικά βιώματα.
Συγχρόνως ελαφρύ, σχεδόν μινιμαλιστικό και στιβαρό ως προς την δομή και την σύνθεση, υπερβαίνει το δεδομένο του χρόνου και του εαυτού. Ζωγράφος στην βασική της εκπαίδευση, έχει μια οξεία αντίληψη της τρίτης αλλά και της τέταρτης διάστασης (του χρόνου). Την συνάντησα στην γκαλερί “Έκφραση-Γιάννα Γραμματοπούλου” όπου παρουσίασε τα πλέον πρόσφατα έργα της, σε μια έκθεση με τίτλο “Άφατα Φορτία”. Μεγάλους ζωγραφικούς πίνακες, όπου το ρούχο, το ένδυμα, υποτάσσετε στην ζωγραφική συνθήκη, χωρίς να χάνει την ταυτότητά του και σε διάλογο με μια εγκατάσταση κι ένα βίντεο που μιλάνε για τον εαυτό μέσα από τα αντικείμενα, για την σωματικότητα μέσω της απουσίας του σώματος από το ρούχο και την αμφισβήτηση της βαρύτητας του έργου, μέσα από την κίνηση της εναιώρησης. Συζητήσαμε για το σύνολο του έργου της, αλλά και για τις οικονομικό-κοινωνικές συνθήκες, γύρω από την θέση της γυναίκας-εικαστικού.
INNER VIEW
Γρηγορία Βρυττία
Γ.Β. Θα ήθελες να μου πεις πότε και πώς αποφάσισες να εμπλακείς με τον χώρο του πολιτισμού; Πώς αποφάσισες να γίνεις ζωγράφος, υπήρχε η ανάγκη να επικοινωνήσεις κάτι;
Σ.Π. Πιστεύω πως ξεκίνησε από μια ανάγκη επικοινωνίας. Πέρα από αυτό όμως, επειδή ο πατέρας μου ήταν μουσικός, είχα πάρα πολλά ηχητικά ερεθίσματα και για αυτό αρχικά σπούδασα μουσική. Έκανα σπουδές κλασσικής κιθάρας στο Εθνικό Ωδείο. Νομίζω ότι ήταν πολύ έντονη η προδιάθεσή μου για τις τέχνες και σχετίζονται. Από παιδί χτένιζα, κούρευα τους ανθρώπους γύρω μου, έκανα όμορφο το σπίτι, ήθελα όλα να είναι τέλεια. Ήταν μες στην φύση μου και για αυτό δεν έχω κάνει κάποια άλλη δουλειά.
Γ.Β. Πρόκειται δηλαδή για μια αισθητική ανάγκη;
Σ.Π. Ναι, ήταν αισθητική ανάγκη κι ανακαλύπτω εκ των υστέρων, ότι όποτε είχα προβλήματα προσπαθούσα να κάνω κάτι ωραίο. Να χτενίσω την μαμά μου, τα μαλλιά μου, να τακτοποιήσω τα πράγματά μου, να φροντίσω τα ρούχα μου. Να καλλωπίσω τις καταστάσεις. Σαν, τώρα μεγάλη όντας, που το σκέφτομαι, να προσπαθώ να μεταλλάξω το συναίσθημά μου. Τα αρνητικά συναισθήματα να μετατραπούν σε καλά.
Γ.Β. Αυτό που περιγράφεις μου θυμίζει μία στιγμή από “το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ” όπου λέει πως μπορείς να θεραπεύεις την ψυχή με τις αισθήσεις και τις αισθήσεις με την ψυχή.
Σ.Π. Είναι γεγονός πως η τέχνη, παίζει αυτό τον θεραπευτικό ρόλο και κάνει αυτή την μετάπλαση των συναισθημάτων μου. Μάλιστα η δουλειά μου βασίζεται πολύ στις μνήμες μου, στην ουσία αυτές σκαλίζω και από εκεί βγάζω πράγματα τα οποία ονομάζω άφατα φορτία, όπως ο τίτλος της πρόσφατης ατομικής έκθεσής μου, γιατί πρόκειται για μια ενδοσκόπηση θα έλεγα. Παίρνω ερεθίσματα από αντικείμενα που συγκεντρώνω στο εργαστήριο, όπως για παράδειγμα τα προσωπικά μου ρούχα και με ταξιδεύουνε και με συνδέουν με μνήμες. Δημιουργείτε μια αφορμή που με οδηγεί ακόμα κι ως τα παιδικά μου βιώματα. Βέβαια όλες αυτές οι μνήμες που έχω καταγράψει, δεν είναι ξεκάθαρες. Μέσα από την τέχνη κάνω αυτή την μετάλλαξη. Φαντάζομαι πως είναι μνήμες συναισθηματικού φορτίου περισσότερο και “βαριές”, ίσως κι εγώ τις μεταλλάσσω, αφήνοντας να βγουν πράγματα που αφορούν το παρελθόν.
Γ.Β. Εντοπίζω στο έργο σου μια ιδιαιτερότητα ως προς την χρήση του πρώτου προσώπου. Γράφεις πάνω σε κάποια αυτοαναφορικές και προσωπικές αφηγήσεις κι όπως προανέφερες χρησιμοποιείς τα ίδια σου τα ρούχα. Ήθελα να σε ρωτήσω κάτι πάνω σε αυτό. Δημιουργείς κάποια persona ή είναι αυτό που λαμβάνει ο θεατής 100% η Σπυριδούλα Πολίτη; Δηλαδή υπάρχει κάποια διαδικασία επιμέλειας πάνω σε αυτά τα στοιχεία;
Σ.Π. Φυσικά και υπάρχει. Όπως ήδη είπα, έρχομαι σε επικοινωνία με καταχωρημένες μνήμες οι οποίες είναι αδιασάφητες. Έχουν συναισθηματικό βάρος και πρέπει να εξωτερικευτούν. Εγώ γίνομαι ο μεσάζοντας. Αυτές υπάρχουν ερήμην μου, σε θυλάκια του υποσυνειδήτου κι ενίοτε ακατανόητες. Οπότε εγώ μπορεί να φτιάχνω μια persona μέσα από αυτές.
Γ.Β. Μιας και μιλήσαμε για το υποσυνείδητο, θεωρείς πως προέρχονται από την υποκειμενική σου εμπειρία ή είναι συλλογικές κι έτσι αντικειμενικές;
Σ.Π. Πιστεύω πως δεν είναι ξεκάθαρο. Είναι δικές μου αλλά όχι μόνο δικές μου. Μάλιστα όταν ξεκινώ αυτή την διαδικασία κι αρχίζω να θυμάμαι το παρελθόν, μπλέκεται αυτομάτως με την σύγχρονη πραγματικότητα. Συνδέονται με αυτή, με αυτό που βιώνω στο τώρα. Δημιουργείται μια συγχρονικότητα και κάποιες φορές τα συναισθήματα είναι πολύ έντονα. Βρίσκω τον εαυτό μου να τις αλλάζει, να τις αλλοιώνει και διαστρεβλώνει με βάση τις επιθυμίες μου.
Γ.Β. Πολύ χρήσιμο εργαλείο.
Σ.Π. Φυσικά, για να επιβιώσω.
Γ.Β. Θα ήθελες να μιλήσεις γύρω από την σειρά των έργων “Μade Βy Λούλα”;
Σ.Π. Η προηγούμενη έκθεση που έκανα, στον ίδιο χώρο που βρισκόμαστε τώρα, ήταν μέσα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης. Το Made By Λούλα” ξεκινάει από μια ανάγκη κοινωνικής επιβεβαίωσης της Σπυριδούλας, που στο σπίτι (με) αποκαλούν Λούλα. Έπρεπε η Λούλα που βρίσκεται στο σπίτι να εκδηλωθεί δημόσια. Αποκαλύπτομαι μέσα από την τέχνη κι αυτό με ικανοποιεί πάρα πολύ. Βέβαια, υπήρχε και μια άλλη παράμετρος που μεταφράζεται σαν μια απόδειξη πως μπορώ να μάχομαι το σύστημα, το οποίο θα έλεγα πως είναι κυρίως ανδροκρατούμενο.
Γ.Β. Αυτή την πρόθεση την συναντώ πολύ συχνά όταν συζητώ με γυναίκες εικαστικούς, αλλά και στην ιστορία της τέχνης. Υπάρχουν δεκάδες πορτρέτα γυναικών, από την Αναγέννηση κι ύστερα που καταγράφουν τον εαυτό τους να ζωγραφίζει, σαν απόδειξη πως μπορούν, πως έχουν αυτή την ικανότητα. Έτσι και στο δικό σου έργο, υπάρχει πολύ ξεκάθαρα το ζήτημα της έμφυλης ταυτότητας. Πώς το βιώνεις αυτό σε όλο το εύρος της δουλειάς σου, μιας και δουλεύεις με διάφορα μέσα;
Σ.Π. Στο παρελθόν ιδιαίτερα ήμουν πολύ πιο εριστική. Χρησιμοποιούσα πολύ την εικόνα μου. Μάλιστα την τροποποιούσα ανάλογα με το τι ήθελα να εκφράσω. Έκανα δύο μεγάλες σειρές έργων με την εικόνα μου σαν θέμα. Το πρώτο είναι η Ταυτότητα. Την περίοδο που το έκανα, αισθανόμουν έναν κοινωνικό παραγκωνισμό, ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος για εμένα. Έβλεπα όλο αυτό το σύστημα που απαξιώνει τις γυναίκες και το έργο τους. Παρόλο που εγώ πάντα λάμβανα θετικά σχόλια από τους καθηγητές, αποφοίτησα με πολύ υψηλή βαθμολογία και θαύμαζαν το έργο μου, δεν με υποστήριζαν. Με αφορμή την απώλεια της αστυνομικής ταυτότητάς μου έκανα ένα έργο με αυτό το αντικείμενο. Έφτιαξα πολλές κατασκευές με τα ίδια μου τα χέρια, επί τούτου δύσκολες κατασκευές και χρησιμοποίησα την εικόνα εκείνης της ταυτότητας. Δούλεψα σαν performer, έκοψα τα μαλλιά μου, φόρεσα ένα αντρικό κουστούμι και φωτογραφήθηκα. Το φόρεσα για να δείξω πως είμαι πολύ ισχυρή, κάνοντας έτσι κοινωνική κριτική για το αντρικό φύλο. Η έκφρασή μου ήταν σκληρή. Πλέον, όχι πως δεν έχω αυτή την διάθεση να στηλιτεύσω, αλλά ξέρω πολύ καλύτερα τι θέλω εγώ να κάνω.
Γ.Β. Αφού συζητάς τόσο ανοικτά για τα προσωπικά σου βιώματα θα ήθελα να σε ρωτήσω και για ένα ζήτημα ταμπού. Υπάρχει η τάση να μην αφήνουμε κενά στο βιογραφικό μας, να παράγουμε και να παρουσιάζουμε δουλειά αδιάκοπα. Έχει υπάρξει κάποια περίοδος όπου έχεις αποτραβηχτεί;
Σ.Π. Όχι, ποτέ. Από την στιγμή που αποφάσισα να ασχοληθώ με την τέχνη, είχα κάνει την εξής σκέψη: πως πρέπει να παρουσιάζω την δουλειά μου σε τακτά διαστήματα και η παρουσίαση να συνοδεύεται από κάποιο έντυπο. Έτσι καταγράφεται το πως έχω χτίσει την καριέρα μου, υπάρχει το ντοκουμέντο. Μπορεί να μην είχα να φάω, αλλά θα έβγαζα το συνοδευτικό έντυπο. Το θεωρούσα υποχρέωση απέναντι στον εαυτό μου. Εξάλλου στην Ελλάδα ζούμε (γελάει).
Γ.Β. Έχεις βιώσει συστημική περιθωριοποίηση ή ρατσισμό σε σχέση με το φύλο σου;
Σ.Π. Υπάρχει αυτό. Ισχύει αν και δεν θα ήθελα να αναφερθώ σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Η δουλειά μου άρεσε πάντα και δεν λάμβανα αρνητική κριτική, αλλά σαφώς κι υπάρχει περιθωριοποίηση εις βάρος των γυναικών.
Γ.Β. Θα ήθελες να αναφέρεις εφόσον τα θυμάσαι, το καλύτερο και το χειρότερο πράγμα που έχεις ακούσει για το έργο σου;
Σ.Π. Δεν μπορώ να πω πως έχω ακούσει κάτι ουσιαστικά κακό για το έργο μου. Ενώ άρεσε η δουλειά μου, δεν με υποστήριζαν, δεν με προωθούσαν όπως άλλους. Όσον αφορά το καλύτερο, θυμάμαι πως επειδή δούλευα πάρα πολύ και κατέστρεφα τα έργα για να κάνω νέα στην θέση τους -μάλιστα ήμουν η πρώτη στην σχολή που τοποθέτησα παραβάν για να απομονωθώ, μέσα στο οποίο δούλευα για να μην βρεθώ στην παγίδα της μίμησης – ο καθηγητής μου περνούσε την μία μέρα και με έβλεπε να δουλεύω σε κάτι και την επόμενη μέρα δεν υπήρχε, είχα κάνει το επόμενο στο ίδιο τελάρο για να προχωρήσω. Μου έλεγε “θα σου δέσω τα χέρια αν σβήνεις τα έργα σου” κι όταν του ζήτησα να συζητήσουμε κάποια ζητήματα μου είπε “δεν μπορώ να σε βοηθήσω, συνέχισε όπως είσαι”. Αυτό μου έδωσε μεγάλη δύναμη για να πιστέψω στον εαυτό μου. Δεν υπήρξε ποτέ κόντρα όσον αφορά το έργο μου, ποτέ δεν μου το υποτίμησαν παρόλο που η κοινωνία μπορεί να έκανε τα πράγματα δυσκολότερα. Στάθηκα τυχερή, γιατί γύρω μου υπήρξαν άνθρωποι που τους άρεσε η δουλειά μου. Υπήρξε ένας τεχνοκριτικός που με υποστήριξε στα πρώτα μου βήματα. Ενώ είχα κατάθλιψη αυτός έπαιρνε τα έργα μου και τα εξέθετε. Έτσι επέζησα. Κοινωνικό παραγκωνισμό βίωσα αλλά ματαίωση του έργου μου ποτέ.
Γ.Β. Κλείνοντας θα ήθελα να σε συγχαρώ για την τελευταία σου έκθεση και να σε ευχαριστήσω για όλο το μοίρασμα.
Σ.Π. Κι εγώ ευχαριστώ Γρηγορία.
Παίρνω ερεθίσματα από αντικείμενα που συγκεντρώνω στο εργαστήριο, όπως για παράδειγμα τα προσωπικά μου ρούχα και με ταξιδεύουνε και με συνδέουν με μνήμες. Δημιουργείτε μια αφορμή που με οδηγεί ακόμα κι ως τα παιδικά μου βιώματα. Βέβαια όλες αυτές οι μνήμες που έχω καταγράψει, δεν είναι ξεκάθαρες. Μέσα από την τέχνη κάνω αυτή την μετάλλαξη…
Έκανα δύο μεγάλες σειρές έργων με την εικόνα μου σαν θέμα. Το πρώτο είναι η Ταυτότητα. Την περίοδο που το έκανα, αισθανόμουν έναν κοινωνικό παραγκωνισμό, ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος για εμένα. Έβλεπα όλο αυτό το σύστημα που απαξιώνει τις γυναίκες και το έργο τους.