Share
Ο Βασίλης Λέκκας, ο Ζορμπάς του ελληνικού τραγουδιού, σύμφωνα με τον Μίκη Θεοδωράκη, στο σχεδόν μισό αιώνα της μουσικής του διαδρομής, υπηρετεί με απλότητα και συνάμα αφοσίωση την Τέχνη, ακολουθεί με αγωνία το προκλητικό της ταξίδι και σκύβει στον αγώνα της υπέρβασης των ορίων, όπως υπαγορεύει ο ορισμός του αληθινού καλλιτέχνη.
Η μουσική του πορεία, μετρά συνεργασίες με τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες και συνθέτες της χώρας, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζηδάκις, ο Γιώργος Ζαμπέτας, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Γιάννης Σπάθας, τον οποίο θεωρεί ένα μέρος του εαυτού του. Σήμερα συνεργάζεται με τον γιο του, Νίκο Σπάθα και θα τους δούμε παρέα τη Δευτέρα 5 Αυγούστου στο θέατρο Ρεματιάς στην Αθήνα. Δεν σταματά ποτέ να εξελίσσεται, βουτώντας μυστικιστικά στο δαιδαλώδες μονοπάτι της μουσικής, αγαπά την παράδοση και τη μουσική που γεννιέται από αυτήν και θεωρεί τα παιδιά του τη σπουδαιότερη προτεραιότητά του στη ζωή. Στα χρόνια της συνεργασίας τους, μυήθηκε στον επαγγελματισμό του Μάνου και στην δυνατή παρουσία του Μίκη και ο βιωματικός τρόπος με τον οποίο ερμηνεύει, μας διδάσκει ότι η μουσική και η τέχνη μπορούν να απελευθερώσουν, χωρίς να κάνουν διαχωρισμούς.
Με αφορμή την περιοδεία τους, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, είχαμε την χαρά να μιλήσουμε μαζί τους για τη νέα τους δουλειά, την εξέλιξη του συγκροτήματος και τα σχέδια τους για το μέλλον.
INNER VIEW
Χρυσάνθη Μαστροκώστα
Πείτε μας για το live της Αθήνας στο Θέατρο Ρεματιάς, στις 5 Αυγούστου με τον Νίκο Σπάθα. Τι περιμένουμε να δούμε και να ακούσουμε;
Θα παίξουμε με τον Νίκο Σπάθα, όπως παίζαμε με τον πατέρα του, τα τραγούδια μας. Θα μας δείτε στις 5 Αυγούστου στο θέατρο Ρεματιάς, όπου και εκεί παίξαμε και παλιότερα με τον Γιάννη. Περνάμε σε μια νέα γενιά, μια σκυτάλη που δίνεται στον Νίκο Σπάθα. Όπως παίζαμε ντουέτο με τον Γιάννη πολλά χρόνια, τώρα ο Νίκος έρχεται να πάρει αυτή την θέση διότι και από άποψη βιωμάτων αλλά και από θέμα ικανοτήτων και λόγω οικογενειακής σχέσης μαζί μου, ζώντας από κοντά τη συνεργασία μου με τον Γιάννη, αποφασίσαμε οι δυο μας να παίξουμε τα τραγούδια μας, με τίτλο «από γενιά σε γενιά». Το ρεπερτόριο είναι απ’ τα Κλασσικά Εικονογραφημένα και το Σπινθήρα αλλά θα παίξουμε και μερικά απ’ την υπόλοιπη δισκογραφία μου, μεταξύ αυτών και κάποια τραγούδια, όπου ο Γιάννης ενορχήστρωσε στο δίσκο Ασίκικο πουλάκι, του Μίκη Θεοδωράκη. Αυτό που έρχεται αβίαστα, όπως και η σχέση μας είναι αβίαστη, να παρουσιάσουμε με το Νίκο σήμερα είναι γιατί το βιώσαμε στον ίδιο βαθμό έντασης και με την ίδια ματιά. Σκεφτόμαστε να κάνουμε και μια περιοδεία αυτό το πρόγραμμα και θα το οργανώσουμε σιγά σιγά.
Είναι σαν να ξανασυναντιέστε με τον Γιάννη Σπάθα, κατά κάποιον τρόπο;
Προφανώς. Απ’ την άλλη ποτέ δεν έπαψα να έχω επαφή, με την έννοια ότι δεν θα φύγει ποτέ ο Γιάννης από εμένα. Η φιλία μου και η συνεργασία μου με τον Γιάννη ξεκινάει και μετράει πάνω από 40 χρόνια. Ο Γιάννης είναι ο άνθρωπος που γνώρισα στην πρώτη μου συναυλία που έκανα με τον Μάνο Χατζιδάκι στο δημοτικό θέατρο του Πειραιά στις 2 Απριλίου του ‘80. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι με τον άνθρωπο αυτό που ήταν είδωλο για μένα, μέσα σε λίγα χρόνια θα ξεκινούσαμε μία συνεργασία, όπου ακόμα κρατάει μέσα μου χωρίς τελειωμό. Γιατί πέρα απ’ τη δισκογραφία μας, κάναμε πάρα πολλές συναυλίες και ταξιδέψαμε είτε παίζοντας ντουέτο είτε παίζοντας με την υπόλοιπη ορχήστρα. Δεν μπορώ να θυμηθώ άσχημη στιγμή ποτέ. Αυτός ο άνθρωπος για μένα ήταν ένα πρόσωπο Άγιο. Έτσι χαρακτηρίζω τον Γιάννη. Πέρα από την φιλία μας έγινε και νονός του γιου μου. Ήμασταν πολύ δεμένοι, στενοί φίλοι και συνεργάτες. Όλο αυτό, το πλαίσιο, λοιπόν, το μοιράζομαι με τον γιο του το Νίκο. Και πριν δύο χρόνια που αποφασίσαμε να κάνουμε μια συναυλία με τον Νίκο στο Ηρώδειο για να τιμήσουμε αυτό τον άνθρωπο, στο πρώτο μέρος παίξαμε τα τραγούδια από την δισκογραφία μας και στο δεύτερο μέρος ο Νίκος έπαιξε ένα αφιέρωμα στους Socrates, οι οποίοι είχαν ψυχή, έπαιζαν πολύ ωραία. Ένα μεγάλο κομμάτι τους που παραμένει ζωντανό στη συνείδηση του ακροατηρίου τους, είναι το μουσικό αποτύπωμα που άφησαν όταν αποφάσισαν να ασχοληθούν μουσικά με την παράδοση με το Mountains. Ήταν θαυμαστές του μπάρμπα Τάσου Χαλκιά και απ’ την άλλη του Hendrix. Πάντρεψαν αυτά τα δύο με τόσο μεγάλη επιτυχία. Δεν υπολείπονταν σε τίποτα από τα μεγάλα συγκροτήματα παγκοσμίως. Είναι οικογένεια ο Νίκος και το όνομα Σπάθας. Δεν σταματήσαμε ποτέ να είμαστε σε επαφή, μένουμε στην ίδια γειτονιά. Ο Γιάννης ήταν η αφορμή για να μετακομίσω στην ίδια γειτονιά. Είναι τόσα τα γεγονότα που μας συνδέουν. Ο Νίκος είναι παιδί μου και ο Άρης ο μικρότερος αδελφός του. Έγραψα ένα τραγούδι στη ζωή μου και θα το παίζουμε, το οποίο το πρωτοπαρουσίασα στο Ηρώδειο πριν δυο χρόνια και το έγραψα για το Γιάννη. Έχει το συμβολικό τίτλο «ένα τραγούδι σου ‘γραψα κι εγώ». Δεν είναι καταπληκτικό; Θα το παίξουμε, θα το παίζουμε, κυκλοφόρησε και στο διαδίκτυο κάποια στιγμή, όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να το ακούσει.
Πείτε μου για τον Νίκο (Σπάθα) ως μουσικό.
Αυτό είναι και το ενδιαφέρον και το σπουδαίο. Ο Νίκος πέρα από τα βιώματα και τα φορτία ενός πατέρα τοτέμ, είναι πολύ ωραίο που δημιουργεί τα δικά του πράγματα, μπορεί να μοιράζεται και τα δικά του. Έκανε δυο υπέροχους δίσκους, ετοιμάζεται για τον τρίτο του με το συγκρότημα του, τους Jacks Fulls, που είναι ιδιαίτεροι στο live. Υπάρχει ένας κοινός τρόπος λειτουργίας τους πάνω στην καλλιτεχνική σκέψη με εμένα και το Γιάννη (Σπάθα), όταν παίζαμε. Βγαίνουμε στην σκηνή γιατί είμαστε μουσικοί, παίζουμε τα δικά μας τραγούδια, έχουμε επαφή με τον κόσμο και το μοιραζόμαστε. Το ίδιο κάναμε κι εμείς με τον Γιάννη. Ακόμα κι αν δεν κάναμε δίσκους, παίζαμε ζωντανά. Αυτή είναι, πιστεύω, η αγωνία όλων των μουσικών.
Παρακολουθώντας την πορεία σας, αισθάνομαι ότι γεννηθήκατε για την μουσική. Ίσως εκείνη να σας επέλεξε, «από την γέννησή σας», όπως έχετε πει. Η ενασχόλησή σας ήταν αποτέλεσμα επιλογής, συγκυρίας, μια αναπόφευκτη συνθήκη; Όλα μαζί;
Εμείς έχουμε προσφυγική καταγωγή, ως εκ τούτου το τραγούδι ήταν μέσα στην καθημερινότητα μας, γεννήθηκε μέσα από τις συνθήκες. Ήταν αναγκαίο μέσο έκφρασης. Όταν οι άνθρωποι ζούσαν μέσα στη φτώχεια χόρευαν και τραγουδούσαν. Για μένα αυτό ήταν ένα πρώτο σκίρτημα, αν θες, επικοινωνιακό. Ήταν κάτι που μπορούσα να το μοιραστώ με τον εαυτό μου όταν δεν είχα τι να κάνω και δεν υπήρχαν ευκολίες. Δε θα μπορέσω να πω ότι έκανα κάτι συγκεκριμένο για να φτάσω κάπου. Από ένα ένστικτο λειτουργούσα και όλα αυτά που αισθανόμουν και έπαιρνα απ’ την μουσική, ήταν μηνύματα που έβρισκα σε αυτή την μεγάλη μουσική οικογένεια που βρέθηκα και συνεργάστηκα και ήταν η αγωνία όλων. Έβλεπα ότι η Ελλάδα ήταν μέσα τους. Αυτό που θέλουμε να πούμε σαν μουσικοί, με την ιδιαιτερότητα κάθε εποχής, είναι να μιλήσουμε βαθιά γι’ αυτό τον τόπο. Εμένα μου αρέσει να μην σταματάω. Συμπτωματικά στα έξι μου, όταν η δασκάλα της πρώτης τάξης με έβαλε να τραγουδήσω το Χορό του Ζαλόγγου στην σχολική γιορτή της 25ης Μαρτίου, ένιωσα ότι ανήκω εδώ. Από τότε δεν παρέκκλινα ούτε ένα δευτερόλεπτο να κάνω κάτι διαφορετικό. Όταν την επόμενη χρονιά φύγαμε για την Θεσσαλονίκη και εκεί αποκόπηκα απ’ το οικείο περιβάλλον μου, με συντρόφευε πάντα, το τραγούδι. Και βρήκα αυτή τη σχέση που μπορούσα να βρω μια ισορροπία. Δεν με αφορούσε τίποτα άλλο. Κάλυπτε τις ώρες μου. Τελειώνοντας το δημοτικό, γράφτηκα τυχαία σε μια μουσική σχολή. Πολύ γρήγορα ξεκίνησε μια επαφή με τα σχήματα της εποχής. Στα 14 μου τραγουδούσα με τον Ζαμπέτα στη Θεσσαλονίκη. Στα 17 μου με την Τζένη Βάνου. Στα 18 κατέβηκα στην Αθήνα με την προτροπή ενός φίλου για να τραγουδήσουμε στο μαγαζί που εμφανιζόταν ο Γιάννης Φλωρινιώτης. Εκεί ένα βράδυ γνώρισα τον Μάνο Χατζηδάκι. Νομίζω ότι ο Άρης Δαβαράκης του πρότεινε να έρθει να με ακούσει και έτσι ήταν η αρχή της συνεργασίας μας με τον Μάνο. Στην πρώτη συναυλία που έκανα μαζί του, ο Γιάννης Σπάθας ήρθε μαζί με την Μαρία Φαραντούρη. Η συνεργασία μαζί του ήρθε σχεδόν ταυτόχρονα με αυτή του Χατζηδάκι, σε απόσταση περίπου τριών ετών. Από εκεί και πέρα η δισκογραφία είναι πολύ μεγάλη, η συνεργασία με τον Μίκη, με τον Γιάννη Μαρκόπουλο.
Έχετε υπηρετήσει το λαϊκό – κατά βάση – τραγούδι. Η αρχή της καλλιτεχνικής σας πορείας συμπίπτει με μια έντονη πολιτικά εποχή. Σε ποιο βαθμό επηρέασε τις επιλογές σας καλλιτεχνικά;
Ήμουν μικρό παιδί τότε και βιώναμε κάτι στο οποίο δεν συμμετείχαμε λόγω ηλικίας. Όταν μπήκα στη δισκογραφία και ξεκίνησα με ένα βαθύτατα πολιτικό έργο, την «Εποχή της Μελισσάνθης» και ξεκίνησε η σχέση μου με τον Χατζιδάκι αλλά και η γνωριμία μου με τον Θεοδωράκη, άρχισα να αισθάνομαι ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με δύο ανθρώπους που στην ουσία, είναι οι αναφορές μας στην ιστορία αυτού του τόπου. Καμιά φορά παρομοιάζω το Χατζηδάκι και τον Θεοδωράκη με τον Απόλλωνα και το Διόνυσο, σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Έχουμε να κάνουμε με δύο αντίπαλους πολιτικά πόλους που εκπροσωπούσαν και οι δύο, αλλά που συνδέονταν με μια απόλυτη φιλία. Ζώντας, λοιπόν, σε αυτό το περιβάλλον και γνωρίζοντας και τους δύο, άρχισα να καταλαβαίνω πόσο μεγάλη και βαθύτερη ήταν η αποστολή τους για να περιγράψουν, μέσα απ’ το έργο τους, την περιπέτεια αυτού του τόπου και ταυτόχρονα να είναι ένα βήμα μπροστά σε μουσικό επίπεδο για να μπορέσει ο άνθρωπος να μάθει ιστορία. Μέσα από αυτούς μαθαίνεις ιστορία ακόμα και αν δεν ξέρεις. Συνδυάζουν την παράδοση με τον δικό τους τρόπο και τη λαϊκή μας μουσική και γράφοντας και μελοποιώντας όλη αυτή την γενιά των ποιητών μας, που είναι οι αναφορές μας, ο Ελύτης, ο Γκάτσος, ο Σεφέρης, ο Βάρναλης διεύρυναν το μουσικό πεδίο. Ήταν οι πρεσβευτές του ελληνικού τοπίου, του οποίου όσο πιο βαθιά περιγραφή έκαναν τόσο πιο αναγνωρίσιμη ήταν η ελληνική ρίζα και πιο πολύ κάποιος κατανοούσε την ελληνική ιστορία. Υπήρχαν πολλοί που συναντιούνταν στην κοινή ορχήστρα Χατζηδάκι – Θεοδωράκη, με βαθιά εκτίμηση και θαυμασμό και μοιράζονταν μια άλλη πλευρά που ο κόσμος αγνοούσε. Απ’ τη μια είχαμε τους εκφραστές της ροκ και απ’ την άλλη υπήρχαν ο Χατζηδάκις με τον Θεοδωράκη σε μία εποχή όπου ο κόσμος είχε ένα διαχωρισμό σε αυτά τα δύο είδη που εκπροσωπούσαν. Εγώ, θυμάμαι, τραγουδούσα, μπροστά μου διεύθυνε ο Χατζηδάκις και δίπλα μου έπαιζε κιθάρα ο Σπάθας. Πάνω στη σκηνή δεν υπήρχε κανένας μουσικός διαχωρισμός.
Πόσο σας επηρέασε αυτό;
Κάτι που είναι πολύ σημαντικό είναι ότι δεν ένιωσα ότι πρέπει να βρω έναν τρόπο να συγκριθώ ή να φτάσω σε ένα σημείο να λέμε ότι πετύχαμε αυτά που πέτυχαν οι άλλοι. Έπρεπε να κάνουμε κάποια πράγματα γιατί έπρεπε, για τον εαυτό μας, για τον τόπο μας και συνεχίζουμε. Και μάλιστα πιστεύω ότι η μουσική ακόμα και σήμερα μας δοκιμάζει, μας βάζει πολλές δυσκολίες. Ακόμα και όταν πας να παίξεις όταν δεν είσαι καλά, δεν θα τα παρατήσεις, θα παίξεις μουσική. Αυτό μας ενδιαφέρει. Όταν το πετύχεις αυτό, δε θα νοιάζεσαι αν έχει εμπορική επιτυχία. Πέτυχες αυτό που ένιωσες, μίλησες με τον εαυτό σου και ουσιαστικά πέτυχες και την επαφή σου με τον κόσμο.
Σήμερα τι πρόκληση αντιμετωπίζει η μουσική, αν μπορούμε να πούμε ότι ανήκουμε σε μια διαφορετική εποχή;
Δεν είναι μια άλλη εποχή για τον εξής λόγο. Αυτό που έκανε η μουσική ήταν να είναι προφητική. Πρέπει να είσαι συνεχώς σε ετοιμότητα, ξεπερνώντας την έννοια «γράφω τραγούδι για την επικαιρότητα». Πέρα απ’ το να κάνουμε αναφορές ή συγκρίσεις, φωτίζουμε και καθοδηγούμαστε για να μην ξαναζούμε τα ίδια. Η μουσική έχει έναν τρόπο όχι μόνο να μην ξεχνάς αλλά να στέκεσαι, να το ξεπεράσεις μέσα απ’ τη δημιουργία. Έχει επαναστατική διάθεση και μας βελτιώνει σαν ανθρώπους, είναι μπροστά για να μπορούμε να συναντούμε πάντοτε έναν σύντροφο, έναν καθοδηγητή, που μας πιάνει το χέρι για να μην προσκολλάμε σε κάτι το οποίο ζούμε σε όλες τις εποχές. Πάντα υπήρχαν προβλήματα, μετανάστευση, προσφυγιά, φτώχεια. Μια πολιτισμένη και καλλιεργημένη κοινωνία δεν έχει ως προτεραιότητα, για παράδειγμα, τους πολέμους. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μια πλευρά που δεν την έχουμε καλλιεργήσει. Γι’ αυτό η τέχνη είναι αποκούμπι είτε σε προσωπικό επίπεδο είτε σε επίπεδο κοινωνίας. Είμαστε τυχεροί που υπάρχει η μουσική και μπορούμε να λειτουργήσουμε κατά αυτόν τον τρόπο ή να την αισθανθούμε. Από κει και πέρα εναπόκειται στον καθένα τον τρόπο που θα πράξει.
Αντιλαμβάνεστε την τέχνη ως πολιτική πράξη;
Είναι μια πράξη πολιτική, όπως όλα, που όμως, περιέχει την ανάγκη βαθιάς επικοινωνίας. Μια κοινωνία που μπορεί να ακουμπάει στην τέχνη, που δίνει προτεραιότητα στον πολιτισμό είναι άτρωτη. Οι προτάσεις για επίτευξη λύσεων μέσα απ’ τον πολιτισμό δυναμώνουν και δημιουργούν άμυνες για να είναι ο άνθρωπος πιο δυνατός, δημιουργικός και ζωντανός, γιατί μέσα απ’ την τέχνη δεν μπορείς να τον χαλιναγωγήσεις και να τον κάνεις μάζα. Σήμερα γίνονται πόλεμοι, παγκόσμιες ανακατατάξεις, είμαστε υπό την απειλή ενός πυρηνικού ολέθρου και τραγουδούν οι άνθρωποι και αγαλλιάζει η ψυχή τους. Οι νέοι ζητούν την επικοινωνία, όπως σε άλλες περιόδους, μέσα από την μουσική. Έγινε κάποια στιγμή με τη ροκ, που ήταν μια επανάσταση. Η μουσική είναι μία επανάσταση. Αυτά τα κουβαλάμε σαν εμπειρίες και σαν κινητοποίηση για να συνειδητοποιούμε την χρησιμότητά της. Στην Ελλάδα την εποχή που έπαιζαν ροκ οι Socrates, υπήρχε δικτατορία. Η πλευρά αυτή κυνηγήθηκε πολύ. H πιο μεγάλη αντίσταση ήταν η δημιουργία, να παίζουν μουσική. Ξεπερνούσαν τους διαχωρισμούς που επικρατούσαν τότε, αριστερός-δεξιός κλπ, οι συνθήκες γεννούσαν τη δημιουργία, που είναι αναγκαία για να πάει ο άνθρωπος ένα βήμα μπροστά.
Αυτό είναι και το μαγικό με την μουσική.
Αυτή είναι η αποστολή της μουσικής. Η μουσική για να είναι χρήσιμη έχει αυτό τον προσανατολισμό, να στεκόμαστε όρθιοι, μέσω της δημιουργίας, όπως έκαναν οι Socrates, έσκυβαν πάνω απ’ τη μουσική και δημιουργούσαν.
Έχετε τραγουδήσει, επίσης, για την ξενιτιά. Ο τόπος καταγωγής σας ως ένας τόπος με έντονα προσφυγικές εικόνες, πιστεύετε ότι ήταν ένα καθοριστικό στοιχείο ώστε να μεταφερθεί – μέσω της μουσικής – σε κάθε σπίτι η αγωνία του ξεριζωμού των ανθρώπων, τα βιώματα των προσφύγων;
Ξεκάθαρα επηρεάζει το περιβάλλον. Τα βιώματα μας είναι μια σύσταση των χαρακτηριστικών της συμπεριφοράς μας. Αυτά είναι όσα θα μοιραστείς κάποια στιγμή, που θα βρεις την άκρη του νήματος, με αυτά καταγίνεσαι σε όλη σου την ζωή. Δεν πρέπει, όμως, ένας βιωματικός τραγουδιστής να πέσει στην παγίδα να μιμηθεί κάποιον τραγουδιστή που του αρέσει. Πρέπει να κάνεις και άλλες αναγνώσεις του τραγουδιού, της ιστορίας του και των συνθηκών που γράφτηκε, να μελετήσεις τον συνθέτη και τον στιχουργό και μετά να τραγουδήσεις το τραγούδι του. Όταν σκύβεις και μελετάς ένα τραγούδι, ανοίγεται ο κόσμος της μουσικής μπροστά σου. Σε πολύ μεγάλο βαθμό τα βιώματα της ελληνικής μουσικής είναι ακριβώς για τον τόπο και την περιπέτειά του. Κι εμείς ερχόμαστε σαν νέα γενιά να τα ξανατραγουδήσουμε. Στα διαχρονικά τραγούδια με μεγάλο εύρος, όταν τα μελετήσουμε, βάλουμε την ψυχή μας και ακουμπήσουμε τη ρίζα τους, θα βρούμε μέσα τους στοιχεία που μας συνδέουν. Δεν είμαστε τραγουδιστές, είμαστε ερμηνευτές. Είναι αυτό που λέμε ότι μέσα στον κόσμο του τραγουδιού βρήκα κι άλλο κόσμο και πρέπει να τον εμφανίσω.
Ποιος είναι αυτός ο κόσμος; Η βιωματική και σχεδόν μυστικιστική ερμηνεία σας πάνω σε κάθε τραγούδι, μοιάζει να ανοίγει έναν καινούριο κόσμο ήχου και εικόνων στο κοινό.
Είναι η ματιά μου σε γεγονότα είτε που βίωσα είτε που αισθάνομαι είτε που μου έδωσαν την δυνατότητα τα κείμενα να αναζητήσω τον τρόπο που θα τα ερμηνεύσω και όσο πιο ισχυρό είναι αυτό το κείμενο τόσο πιο μεγάλη είναι η ευκαιρία να μπεις βαθιά μέσα σε αυτή την έννοια. Εγώ βρίσκω τις υπερδυνάμεις μου να υπερβώ τις φωνητικές μου δυνατότητες, για να μπορέσω να φτάσω όσο το δυνατόν στην βαθιά περιγραφή, στο βαθύ νόημα ενός κειμένου που κι εγώ εκπλήσσομαι με τον εαυτό μου. Είναι μια αποκάλυψη και για μένα και για το κοινό όταν φτάνω σε αυτή την κορύφωση φωνητικά είτε ψηλά είτε χαμηλά. Η μουσική λέει: «δε σταματάς, δεν περιορίζεσαι» κι εγώ ξεπερνάω τις δυνατότητές μου. Αυτό είναι που με κινητοποιεί μονίμως. Έτσι, λοιπόν, έχω απελευθερωθεί από αυτό και εκφραστικά μου δίνει την δυνατότητα να κάνω θεατρική ερμηνεία, όπως έχω ακούσει να λένε για μένα. Αυτό, κατά την γνώμη μου, δεν είναι διαχωρισμός. Όταν ανεβαίνω στην σκηνή, είναι το σπίτι μου. Είναι σαν να ανοίγω την πόρτα να καλωσορίζω τους ανθρώπους και να τους δείχνω τα μέσα μου και έτσι μπορεί να τα ανακαλύψει και το κοινό, ανακαλύπτοντας στοιχεία και στον εαυτό του. Μου έλεγε κάποτε ο Χατζηδάκις «καλύτερα να είσαι κακός γιατί σημαίνει ότι ψάχνεσαι, ότι δεν εφησυχάζεις, παρά να είσαι διεκπεραιωτής». Έχω την δυνατότητα να τραγουδήσω σωστά τις νότες, έχουμε όμως και μία άλλη πλευρά, αυτή που δεν ξέρουμε και αυτή είναι που έχει το πιο μεγάλο ενδιαφέρον. Όταν βγαίναμε να παίξουμε με τον Γιάννη (Σπάθα) πηγαίναμε πάντα πολύ νωρίτερα για να ψαχτούμε, νιώθαμε αυτή την μεγάλη ευθύνη, κυρίως, για τον εαυτό μας, να παίξουμε καλά, να φτάσουμε εκεί που πρέπει μουσικά. Η μουσική λέει «ελάτε να δω αν έχετε τα κότσια» και είναι κάτι που εξομολογείσαι, δεν μπορείς να της πεις ψέματα. Γι’ αυτό οι δοκιμασίες (στη μουσική) δεν θα πάψουν ποτέ.
Έχετε συνεργαστεί με κάποιους από τους μεγαλύτερους συνθέτες και ερμηνευτές της Ελλάδας. Ποιες στιγμές θα ξεχωρίζατε καλλιτεχνικά και υπήρξε κάποια στιγμή που σας καθόρισε ως καλλιτέχνη;
Ας πάμε στη γενιά που ανήκουν Χατζιδάκις – Θεοδωράκης. Μία εμπειρία που είχα με τον Μάνο είναι η εξής. Το 1983 είμαστε σε μία πόλη και πάμε να παίξουμε σε ένα κλειστό θέατρο. Η ώρα 9. Έρχεται ο δήμαρχος και ενημερώνει τον Χατζηδάκι ότι δεν έχει καθόλου κόσμο. Ο Χατζηδάκις του απαντά ατάραχος ότι έστω και ένας να υπάρχει θα παίξουμε. Η ορχήστρα ήταν περίπου 12 άτομα, τραγουδιστές 4. Πλησιάζει 9. Αποφασίζει ο Χατζηδάκις να ξεκινήσουμε. Στην αίθουσα υπήρχαν 21 άτομα στο κοινό, όσοι ήμασταν και οι μουσικοί. Εμείς παίξαμε και τραγουδήσαμε αριστουργηματικά σα να ήταν γεμάτο το θέατρο. Έμεινα άφωνος με τον τρόπο και τον επαγγελματισμό του Χατζηδάκι. Πέρασαν ακριβώς 10 χρόνια και πήγα με τον Γιάννη να παίξουμε στον ίδιο χώρο, που αυτή τη φορά ήταν κατάμεστος. Όταν βγήκα να παίξω, θυμήθηκα αυτή την ιστορία και άρχισα να την αφηγούμαι στο κοινό, λέγοντας ότι υπήρχαν μόνο 21 άτομα. Εκείνη την ώρα, έγινε κάτι που καθόρισε όλη τη ζωή και το σκεπτικό μου. Σηκώθηκε ένας κύριος απ’ το κοινό και μου απευθύνθηκε με το μικρό μου όνομα λέγοντας, «Βασίλη, είμαστε και οι 21 εδώ». Ανατριχίλα, κοκκάλωσα. Σε ανθρώπους σαν αυτούς που παρέμειναν να μας ακούσουν και στον καλλιτέχνη αυτόν που δεν εγκατέλειψε τότε, δεν θα δείξουμε τεράστιο σεβασμό;
Το δεύτερο περιστατικό έχει να κάνει με μια φιλοφρόνηση που άκουσα από τον Μίκη. Αυτό που μου μετέδιδε αυτός ο άνθρωπος, ήταν σαν ένα βουνό που τραντάζεται, έβλεπα και έπαιρνα έναν κραδασμό που δεν μπορώ να τον αποβάλλω. Κάποια στιγμή στο πλαίσιο μιας συναυλίας στην περιοχή της Καρδαμύλης, σε ένα σπίτι όπου ο Καζαντζάκης έγραφε ένα μέρος του Ζορμπά, ο Μίκης άρχισε να μας μιλάει γι’ αυτό. Ήμουν τόσο μαγεμένος. Έρχεται η ώρα να τραγουδήσω συγκεκριμένα το «τραγούδι της ξενιτιάς». Ανεβαίνω, λοιπόν, στην σκηνή και ξεκινάω να τραγουδώ α καπέλα. Ο Μίκης δεν διηύθυνε, καθόταν στην αμμουδιά με τον κόσμο. Τελειώνοντας το τραγούδι αφού με συνόδευσε και η ορχήστρα στη συνέχεια, σηκώνεται ο Μίκης όρθιος και έρχεται στη σκηνή. Με πήρε αγκαλιά και απευθυνόμενος στο κοινό είπε με τη χαρακτηριστική του φωνή «σήμερα σας παρουσιάζω τον νεότερο Ζορμπά». Σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, έτσι ένιωσα. Με αυτούς τους ανθρώπους που έγραψαν τέτοια μουσική και εκπροσωπούν τόσα πράγματα, είναι αυτό που λέμε μαθήτευσα δίπλα τους. Θα πρέπει να κάνουμε μουσική, να τιμούμε αυτό τον τόπο. Έχει να μας δώσει, δε χρειάζεται να δανειζόμαστε. Έχουμε αστείρευτη πηγή. Πολλά παιδιά ασχολούνται με την παράδοση πλέον. Σ’ αυτό τον τόπο η μουσική γινόταν ακόμα και για θεραπευτικούς λόγους. Εδώ αν η παιδεία δεν περιλαμβάνει τον πολιτισμό είναι παιδεία χωρίς μέλλον, γιατί παύει να ισχύει το κομμάτι της δημιουργίας. Δεν παίρνει κάποιος ερεθίσματα για να ξεκινήσει να ασχολείται με την μουσική ή το θέατρο. Προαιρετικά οι γονείς ξεκινούν κάτι τέτοιο στα παιδιά τους αντικαθιστώντας το κράτος.
Είναι πιστεύετε σημαντικό να δοθεί προτεραιότητα απ’ το κράτος μέσω της εκπαίδευσης στον πολιτισμό;
Φυσικά, προτεραιότητα και λύσεις στα πρακτικά προβλήματα που υπάρχουν. Υπάρχουν μουσικά γυμνάσια και σχολεία τα οποία υποφέρουν γιατί οι υποδομές και η λειτουργία τους γίνονται με δυσκολία. Δεν γίνονται προσλήψεις καθηγητών στα μουσικά σχολεία. Τις προάλλες πραγματοποιήσαμε μια δωρεάν συναυλία στο μουσικό γυμνάσιο Παλλήνης γιατί στα μουσικά όργανα των παιδιών πρέπει να γίνει ή σέρβις ή αντικατάσταση. Υπάρχουν πάρα πολλά όργανα και είναι σχεδόν ακατάλληλα για χρήση. Είναι απαραίτητο να δοθεί ένα κονδύλι για τα μουσικά όργανα και δεν υπάρχει προϋπολογισμός για τέτοιο πράγμα.
Στις συνεργασίες που ξεχώρισα το χειμώνα ήταν το αφιέρωμα στο Νίκο Καββαδία και η συνεργασία σας με την Ιωάννα Εμμανουήλ στο μουσικό ταξίδι στον κόσμο Καζαντζίδη – Μοσχολιού. Μιλήστε μας για αυτές τις συνεργασίες.
Το αφιέρωμα στο Νίκο Καββαδία είναι ένα ακυκλοφόρητο έργο, το οποίο πέρασε από πολλές περιπέτειες και τελικά προς το παρόν, δεν ολοκληρώθηκε όσον αφορά στην έκδοσή του παρά μόνο μερικά τραγούδια, τα οποία μπορεί κάποιος να τα βρει στο διαδίκτυο. Η διαδικασία της έκδοσης έχει ξεκινήσει απ’ το ’93. Κάποια από αυτά, στο σύνολο 7, μου ζητήθηκε να τα παρουσιάσω σε μία εκδήλωση – αφιέρωμα στον Καββαδία, σε πρώτη εκτέλεση δική μου. Ο «Θρύλος» και ο «Γκεβάρα» κυκλοφορούν στο διαδίκτυο.
Το θέμα του Καζαντζίδη δισκογραφικά το έχω αποτυπώσει. Έχω κάνει μια δουλειά με 24 τραγούδια που έχουν τραγουδιστεί απ’ τον Καζαντζίδη από διαφόρους συνθέτες, απ’ το 2015 και συναυλίες που βασίστηκαν σε αυτή την δουλειά στον Καναδά και την Αμερική. Θέλησα το χειμώνα να κάνω ένα αφιέρωμα στον Καζαντζίδη αλλά να έχω και μια γυναικεία φωνή, το alter ego του φωνητικά και η σκέψη μου ήταν να χρησιμοποιήσω το ρεπερτόριο της Βίκυς Μοσχολιού, με την οποία έχω συνεργαστεί. Έτσι κάναμε ένα πολύ ωραίο αφιέρωμα με σπουδαία τραγούδια με συνθέτες απ’ τον Ζαμπέτα, τον Άκη Πάνου και μέσα σε αυτό ήταν η Ιωάννα Εμμανουήλ που ερμήνευσε το ρεπερτόριο της Βίκυς Μοσχολιού κι εγώ του Καζαντζίδη. Τα τραγούδια του Καζαντζίδη τα έχω ηχογραφήσει. Και θα κάνουμε κι άλλες συναυλίες. Η πιο κοντινή είναι στην Τήνο στις 7 Αυγούστου. Άλλη μια στην Αθήνα στις 7 Σεπτέμβρη στο Φάληρο και στις 22 Σεπτέμβρη στην Ηλιούπολη.
Τα τραγούδια του Νίκου Καββαδία πότε προβλέπεται να ολοκληρωθούν;
Έχω ολοκληρώσει τα δύο από τα επτά και υπάρχουν και στο διαδίκτυο, μαζί με δυο επιπλέον ο Γκεβάρα και Η μικρή χορεύτρια. Η μικρή χορεύτρια δεν είναι από κάποια συλλογή βιβλίων του Καββαδία αλλά βρέθηκε στο περιοδικό «λέξη» πριν πολλά χρόνια. Ο Γκεβάρα και ο Θρύλος έχουν ολοκληρωθεί.
Πως ήταν η αλληλεπίδραση με τα παιδιά στην παράσταση «Ο Μάγκας» που ανέβηκε το χειμώνα και συμμετείχατε;
Με το θέατρο ασχολούμαι πολλά χρόνια. Η πρώτη μου επαφή ήταν το 1982 με τον Μάνο Χατζιδάκι, όπου για πρώτη φορά τραγούδησα την «Μπαλάντα των αισθήσεων» και το «Έλα σε μένα». Εκεί δεν ήμουν απλώς στατικός τραγουδιστής. Είναι πολύ ωραία εμπειρία να έχεις ένα τέτοιο ακροατήριο γιατί ξανακοιτάζεις την αληθινή διάσταση των πραγμάτων. Δεν μπορείς να κοροϊδέψεις γιατί θα σε καταλάβουν, ή να κάνεις τον διεκπεραιωτή, αν αντιδράσουν απ’ την άλλη θα είναι φυσιολογικό. Μπαίνεις σε μια σχέση αλληλεπίδρασης, η οποία καθορίζει από μόνη της το ρόλο που έχεις. Τα παιδιά διαβάζουν και μας οδηγούν να παίξουμε την αλήθεια μας. Να είμαστε παρόντες ψυχή και σώμα. Πολλές φορές έχω κληθεί να τραγουδήσω με κλειστή φωνή, όπως σε μια συναυλία στην Αμερική, αλλά αυτό δε με εμπόδισε. Βρίσκεις εκφραστικά μέσα να το μοιραστείς, να το αποδώσεις γιατί υπάρχει το θέατρο, η ζωγραφική μέσα στη διάσταση της μουσικής, που δε σε αφήνει να εγκλωβιστείς αποκλειστικά σε έναν καθαρό λαιμό για να μπορέσεις να τραγουδήσεις. Η σκηνή για μένα δεν κάνει διαχωρισμούς, είτε τραγουδήσω είτε μιλήσω είτε κάνω πρόζα είναι ένα πράγμα. Το χειμώνα γνώρισα έναν υπέροχο θίασο με το παιδικό θέατρο από νέα και ταλαντούχα παιδιά, με μεγάλο σεβασμό και αγάπη γι’ αυτό που κάναμε.
Τι έχει περισσότερη σημασία για εσάς στην ζωή;
Είμαι γονιός. Δεν βάζω κάτι άλλο δίπλα σε μία ευθύνη και μία προτεραιότητα που είναι τα παιδιά. Προσπαθώ να είμαι κοντά τους, να ανιχνεύω τις αγωνίες και τις αναζητήσεις τους και να μπορώ να είμαι συνομιλητής με τα παιδιά μου και να έχουμε επαφή. Όλη η δουλειά γίνεται απ’ το σπίτι, το οποίο πρέπει να είναι ένα περιβάλλον που να μπορεί να ξεκαθαρίζει και να ωριμάζει ένα παιδί, να του δημιουργούνται οι συνθήκες ώστε να μπορεί να ανταπεξέρχεται. Κι εμείς μεγαλώσαμε με γονείς που ενώ δεν ήταν μορφωμένοι ήταν κοντά μας, νιώθαμε τη ματιά τους, την προσήλωσή τους, αυτό το βασικό ένστικτο που έχει ο γονέας για το παιδί του. Αυτό εγώ θέλω να το καλλιεργήσω, να μην σταματήσει ποτέ. Νομίζω ότι τα παιδιά μου δεν μεγαλώνουν, τα βλέπω πάντα στην ίδια ηλικία. Ο οικογενειακός ιστός είναι πολύ ισχυρό πράγμα, βελτιώνει την κοινωνία και σήμερα του κάνουν επίθεση, για να μπορέσουν να διαλύσουν το σύμπαν. Οι γονείς ματώνουν για να τα σπουδάσουν, στην ουσία έχουμε μια ιδιωτική εκπαίδευση παρά δημόσια και τα παιδιά μεταναστεύουν. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι δεμένοι μεταξύ τους ώστε όταν φύγουν απ’ το σπίτι να είναι πιο δυνατοί, πιο ξεκάθαροι, να έχουν αναφορές.
Ποια είναι τα σχέδια σας για το μέλλον καλλιτεχνικά;
Οι συναυλίες που κάνω μέσα στο καλοκαίρι. Και αυτή με τον Νίκο σκεφτόμαστε το χειμώνα να την κάνουμε περιοδεία, θα προσπαθήσουμε να ταξιδέψουμε σε όλη την Ελλάδα. Αυτό το θέλω και εγώ και ο Νίκος πολύ. Ό,τι κάναμε με το Γιάννη θα το ταξιδέψουμε οι δυο μας. Ταυτόχρονα κάνω τις συναυλίες μου με τραγούδια του Καζαντζίδη με ορχήστρα και κάτι που έχω ξεκινήσει σιγά σιγά είναι να κάνω ένα ολοκληρωμένο δίσκο με τραγούδια απ’ την παράδοση. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Και έχω βρει πολλούς φίλους που με βοηθάνε σε αυτό και μόλις βρω λίγο χρόνο το προχωράω και κάποια στιγμή θα το ολοκληρώσω. Αυτή είναι η προτεραιότητα μου δισκογραφικά αυτή την στιγμή. Από συναυλίες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, θα είμαι στην Κρήτη, στο Άργος, στην Αμφιλοχία, στη Θεσσαλονίκη, στην Κύπρο, στην Μεσσήνη, στην Τήνο.
Εμείς έχουμε προσφυγική καταγωγή, ως εκ τούτου το τραγούδι ήταν μέσα στην καθημερινότητα μας, γεννήθηκε μέσα από τις συνθήκες. Ήταν αναγκαίο μέσο έκφρασης. Όταν οι άνθρωποι ζούσαν μέσα στη φτώχεια χόρευαν και τραγουδούσαν.
Βασίλης Λέκκας – Τι Είναι Αυτό Που Σε Φοβίζει
Ο Νίκος είναι παιδί μου και ο Άρης ο μικρότερος αδελφός του. Έγραψα ένα τραγούδι στη ζωή μου και θα το παίζουμε, το οποίο το πρωτοπαρουσίασα στο Ηρώδειο πριν δυο χρόνια και το έγραψα για το Γιάννη. Έχει το συμβολικό τίτλο «ένα τραγούδι σου ‘γραψα κι εγώ». Δεν είναι καταπληκτικό;
Βασίλης Λέκκας – Η Διαδρομή
Η μουσική έχει έναν τρόπο όχι μόνο να μην ξεχνάς αλλά να στέκεσαι, να το ξεπεράσεις μέσα απ’ τη δημιουργία. Έχει επαναστατική διάθεση και μας βελτιώνει σαν ανθρώπους, είναι μπροστά για να μπορούμε να συναντούμε πάντοτε έναν σύντροφο, έναν καθοδηγητή, που μας πιάνει το χέρι για να μην προσκολλάμε σε κάτι το οποίο ζούμε σε όλες τις εποχές.
η μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων
Η πρώτη μου επαφή ήταν το 1982 με τον Μάνο Χατζιδάκι, όπου για πρώτη φορά τραγούδησα την «Μπαλάντα των αισθήσεων» και το «Έλα σε μένα». Εκεί δεν ήμουν απλώς στατικός τραγουδιστής. Είναι πολύ ωραία εμπειρία να έχεις ένα τέτοιο ακροατήριο γιατί ξανακοιτάζεις την αληθινή διάσταση των πραγμάτων.
Βασίλης Λέκκας – Κάστρα
Βασίλης Λέκκας – Μάνα μου Ελλάς
Είναι μια πράξη πολιτική, όπως όλα, που όμως, περιέχει την ανάγκη βαθιάς επικοινωνίας. Μια κοινωνία που μπορεί να ακουμπάει στην τέχνη, που δίνει προτεραιότητα στον πολιτισμό είναι άτρωτη.