influencemag.gr

Στο ποιητικό σύμπαν της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ

Ποίηση 1963 – 2011 (2014), Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, εκδόσεις Καστανιώτη 

Δεν είναι αυτό ένα κείμενο για την παρουσίαση ενός βιβλίου απλώς. Πρόκειται για ένα κείμενο που εξοικειώνει τον αναγνώστη με την ποιητική γραφή της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ και τη γοητευτική της προσωπικότητα. Η ποίησή της συντρόφεψε εν πολλοίς τα φοιτητικά μου χρόνια και η γλυκύτατη φυσιογνωμία της ημέρευε την αναζήτηση των πιο εσωτερικών αντιφάσεων κι ανησυχιών μου, όπως αριστοτεχνικά αποτυπώνονταν στα ποιήματά της, για να απολαμβάνω εγώ κι οι άλλες αναγνώστριες κι αναγνώστες της προβάλλοντας τη συναισθηματική δόνησή της στις δικές μας ψυχικές τεκτονικές πλάκες.  

 

Η αφορμή, ναι, ήταν ένα βιβλίο που συγκεντρώνει τον κύριο όγκο του έργου της, από το 1963 και την πρώτη εμφάνισή της στα γράμματα, μέχρι το 2011. Το βιβλίο εκδόθηκε το 2014 και τον Ιούνιο του 2022 κυκλοφόρησε η έκτη έκδοσή του. Στις πρώτες σελίδες εμπεριέχεται το πρώτο ποίημά της με τον τίτλο «Μοναξιά», το οποίο δημοσιεύτηκε το φθινόπωρο του 1956 στο περιοδικό «Καινούρια Εποχή», κατόπιν προτροπής του πνευματικού της πατέρα, Νίκου Καζαντζάκη:  

Μοναξιά 

Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου 

το γέλιο σου με τον ήλιο 

το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου. 

 

Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες 

του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν 

με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά 

θα βρεις τη μοναξιά σου. 

 

Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου 

μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ‘ναι γραμμένη 

απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου. 

 

Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης 

και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους 

θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω 

γιατί δε θα το μπορούν, θα ‘ναι βαρύ γι’ αυτούς 

και θα ‘ναι πάλι η μοναξιά σου. 

 

Αν φωνάξεις την αγάπη σου 

θα ‘ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή 

γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες 

τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα 

όλους τους λασπωμένους δρόμους. 

Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη 

λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ 

τα λόγια της μοναξιάς σου. 

 

Θεέ μου, τι θα γίνουμε; 

Πώς θα πορευτούμε; 

Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε; 

Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων 

των ψυχών από δίπλα μας; 

 

Κι ήταν τότε μόλις δεκαεπτά ετών! 

Ακολούθησε μια μακρά κι αξιόλογη πορεία που επιτυχώς κατέληξε στον εμπλουτισμό του πνευματικού αποθέματος της ελληνικής λογοτεχνίας. Εξέδωσε τα κάτωθι ποιητικά βιβλία: «Λύκοι και σύννεφα» (1963), «Ποιήματα ’63 – ’69» (1971), «Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό» (1974), «Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης» (1977), «Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας» (1978), «Ενάντιος έρωτας» (1982), «Οι μνηστήρες» (1984), «Επίλογος αέρας» (1990), «Άδεια φύση» (1993), «Λυπιού» (1995), «Ωραία έρημος η σάρκα» (1996), «Η ύλη μόνη» (2001), «Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος» (2003), «Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα» (2005), «Η ανορεξία της ύπαρξης» (2011), «Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι» (2016), «Των αντιθέτων διάλογοι με τον ανήλεο χρόνο» (2018). 

Έχει επίσης εκδώσει συγκεντρωτικούς τόμους των ποιημάτων της και πολλά ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες ή καλλιτεχνικά λευκώματα, όπως το βιβλίο «Φωτοζωή» (2000) σε συνεργασία με τη φωτογράφο Ιωάννα Ράλλη. Ποιήματά της, επιπλέον, έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες κι η ίδια έχει γράψει μια σειρά άρθρων για την ποίηση και τη μετάφρασή της κι έχει δώσει διαλέξεις σε Πανεπιστήμια των Η.Π.Α. και του Καναδά. Επισταμένως, τέλος, έχει ασχοληθεί η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ με τη μετάφραση. Ενδεικτικά, μετέφρασε Πούσκιν, Μπρόντσκι, Μαγιακόφσκι, Σαίξπηρ, Τόμας, Μπέκετ, Σεργκέγεβιτς, Βλαντιμίροβιτς, Πλαθ. 

Βραβεύτηκε και καταξιώθηκε για το έργο της σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, με κορυφαία διάκριση εκείνη στη Γενεύη το 1962, με το Α’ Βραβείο Ποίησης (Prix Henche). Στην Ελλάδα τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Οι μνηστήρες» το 1985, το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 2000 και το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της το 2014. 

Η ποίησή της εκφράζει την έντονη ανάγκη καταφυγής σε φανταστικές χώρες, στη δική της Λυπιού. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμά της είναι η «σωματικότητα των αισθημάτων και η κατάφαση στη μοναξιά ως του βαθύτερου γνωρίσματος της ύπαρξης» ή άλλως η «σωματοποίηση των βιωμάτων». Τα ποιήματά της στις πρώτες συλλογές, ενσωματώνουν μυθολογικά και ιστορικά πρόσωπα, όπως του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της Ιφιγένειας ή του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου. Έπειτα, γράφει για τον «καλό έρωτα» στο πλαίσιο της μαθητείας της στη θλίψη. Στα πιο πρόσφατα έργα της εμφατικά εμμένει στις αυτοβιογραφικές αναφορές και ενδίδει σε έναν εσωτερικό διάλογο με τον θάνατο.  

Υπήρξε μοναδικά επικεντρωμένη στην τελειότητα των λέξεων. Σε μια γλώσσα απλή και βαθιά. Υποστήριζε ότι η ποίηση δεν έχει κανόνες και δεν τους χρειάζεται. Μπορεί κανείς να διαμορφώσει τους δικούς του κανόνες και να τους τηρεί, σαν μια ιδιωτική δέσμευση με τον ποιητικό εαυτό, στο μέτρο του, στο μπόι του, αλλά με συνέπεια και προσήλωση. Η ποιήτρια δεν έπαψε να αυτοσαρκάζεται, να στέκεται γενναία πάνω από την «τρύπα» της μεμψιμοιρίας. Το σώμα της έφερε αντιφατικά και ταυτόχρονα αρμονικά το βάρος του και τα φτερά του σε αέναη διαλεκτική. Η ποίησή της μαρτυρά την πραγματικότητά της. 

Στη ζωή της δεν προέβη ποτέ στην επίδειξη της αλαζονείας του σοφού, του επαΐοντος, του γνώστη, του φιλολόγου, του μεταφραστή, του διερμηνέα (ταυτότητες που με μεγάλη υπευθυνότητα και σοβαρότητα έφερε). Μιλούσε εκφράζοντας τα απολύτως απαραίτητα.   

Την καθόρισε η σχέση της με τον Ρόντνεϊ Ρουκ, με τον οποίο αγαπήθηκαν βαθιά, με σεβασμό, εκτίμηση και κατανόηση, ελευθερία, αλλά και αφοσίωση. Δεν έκαναν παιδιά κι ήταν αυτό μια συνειδητή επιλογή. Είχε την ατυχία, όπως έλεγε, να πάθει μια σοβαρή λοίμωξη, η θεραπεία της οποίας ανακαλύφθηκε λίγους μήνες μετά, όταν ήταν αργά για την ίδια. Ωστόσο, επειδή, όπως εύστοχα παρατηρούσε,  η ποίηση ακουμπά σε μια πληγή, ψυχική ή σωματική, αν είχε προλάβει να θεραπευτεί, ίσως να μην είχε γίνει ποτέ ποιήτρια.  

Αγαπούσε τον Καβάφη, τον Καρούζο, τη Μαρία Σερβάκη. Με τον δεύτερο είχε μια αμοιβαία σχέση ποιητικής λατρείας. Του θύμιζε, όπως είπε σε συνέντευξή της, «τον Σαχτούρη, την παλιά παρέα στο Μπραζίλιαν, στου Λουμίδη». Σιχαινόταν το χρήμα και όλη τη νοοτροπία που το «κύκλωνε», όπως και την ιδιοκτησία.  

Ας μου επιτραπεί να παραθέσω με κριτήριο πολύ προσωπικό κάποια από τα πιο αγαπημένα μου ποιήματα παρακάτω: 

Ο τελευταίος ερωτικός  

Κάθε σταγόνα από σένα 

το τέλος του έρωτα 

ό,τι έχασα στη ζωή 

το ξαναχάνω στα μάτια σου 

το φως έγινε τρυπάνι 

μες το παράλογο σχήμα 

μιας άπιαστης επαφής 

όταν στα πόδια χύνεται 

το κύμα 

το αιώνιο πέλαγος 

του ζώου – θανάτου. 

Δεν υπάρχει λόγος να ζούμε 

τα κόκαλα θα σπάσουν 

σαν καλοκαιρινά καλάμια 

κι ο μαγνήτης θα γίνει πίσσα 

στα λαμπερά να ρίχνει μαύρο. 

Το σώμα σου – η Πύλη 

έκλεισε, έφραξε 

απ’ τον πολύ πόνο 

κι εγώ καμένος ερημότοπος 

τσουρουφλισμένη επιφάνεια 

δεν υπάρχω 

ενώ διπλασιάζονται οι μέρες 

του φορτίου 

η άμμος ξύνει 

όλο ξύνει την πληγή 

η καταστροφή είναι π’ άρνιέμαι 

να καταστραφώ 

να σπάσει το πιθάρι, 

να χυθούν τα μέσα 

έξω 

όπου συναντιέται ολόστητος 

ο βράχος. 

Μες το δωμάτιο 

φάνηκαν ξανά τα όριά μου 

τα νύχια μου σπασμένα 

η σπλήνα μου βαριά τραυματισμένη 

κι ο ποταμός που λάτρεψα 

σ’ άλλη κοίτη κυλάει. 

Όλο κι άλλου σκάει 

το ρόδι 

οι χυμοί που προχωρούσαν 

τη ζωή 

αλλού λιμνάζουν 

απ’ την αφθονία στη στέρηση 

πετάω· τρομαγμένη νυχτερίδα 

η νεότητα 

σκοτάδι τα φτερά της. 

(από τη συλλογή «Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό») 

 

Αφάνταστο τέλος  

Το μακρύλαιμο λευκό πουλί 

έχει πει το τελευταίο του άσμα 

κι οι τελευταίες φωτογραφίες 

είχαν ταχτοποιηθεί στα συρτάρια. 

Πάνω στο δέρμα της έμπνευσης 

μέτρησα τα σπυριά 

πότισα τη μαραμένη τριανταφυλλιά 

κι όπως έπαιρνα τη σακούλα 

με τ’ άπλυτα εσώψυχά μου 

και τράβαγα για το εξοχικό του ουρανού 

φάνηκε το «άλλο» 

εκείνο που κάνει το «παλιό» 

να λάμπει σαν βραχιόλι ακριβό 

σε θείο καρπό 

και το χρόνο να μοιάζει χωρίς τέλος κι αρχή. 

Τώρα το πρόσωπο φέρει καθαρό το μήνυμά του 

η θλίψη έχει όνομα 

και τα βαθιά της μάτια χρώμα. 

Παράδεισος πια είναι να ξέρεις 

την ταυτότητα αυτού που σε πονά  

και να μην περιπλανιέσαι  

μέσα στ’ άδειο. 

Α! τι ευλογία 

όταν αυτό που ‘χασες  

είναι συγκεκριμένη περιουσία 

και δεν κλαις απλά 

γιατί είσαι φτωχός 

όταν έχει όνομα η απουσία 

κι η θλίψη μόνιμη κατοικία. 

Όταν έχεις μυρίσει τη μεθυστική μυρωδιά 

αυτού που σου λείπει 

κι είναι μελωδική η φωνή εκείνη 

που ποτέ δε θα την ακούσεις να σε καλεί… 

Ο πόνος ανεβαίνει τότε σαν τραγούδι 

η σφαγή γίνεται γιορτή  

και λάμπει σαν οπτασία η αλήθεια: 

Ναι, η ζωή έχει από μας  

άπειρα πιο μεγάλη φαντασία.  

(από τη συλλογή «Η ύλη μόνη») 

 

Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα 

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή 

την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω 

πώς κερδίζει πάντα αυτή 

ενώ χάνουμε εμείς. 

Πώς οι αξίες γεννιούνται 

κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει: 

το σώμα. 

Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας 

ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά 

ανασαίνω κι ας είμαι 

σε κοντινή μακρινή απόσταση 

απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει… 

Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς 

θα εφεύρει η ζωή 

ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης 

και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας. 

Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙ 

πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις 

τα πετάω. 

Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙ 

να φεύγουν τα περιττά λέω 

να μπω στον ουρανό τού τίποτα 

με ελάχιστα. 

(από την ομώνυμη συλλογή) 

 

Ένα απλό κρεβάτι 

Κινήσεις που οδηγούν 

σ’ ένα απλό κρεβάτι 

πώς να εμπνεύσουν πια; 

Κρεβάτι χωρίς παραστάτη 

χωρίς εφιδρώσεις 

χωρίς εντυπώσεις 

ένα άδειο στρωμένο πανί 

μία οθόνη δίχως προβολή 

και κινήσεις μονοσήμαντες 

που σημαίνουν μόνο το τέλος 

της μέρας. 

Μια ειρήνη υπόγραψα φαίνεται 

χωρίς καμιά μάχη 

να ‘χει κερδηθεί ή χαθεί. 

Ειρήνη είναι ο ύπνος 

που έρχεται περιβρεγμένος 

μόνο με την ελπίδα 

του ονείρου. 

Αλλά, αναπάντεχα 

μια γλύκα απλώνεται στην επιφάνεια 

της ταλαιπωρημένης σάρκας. 

Τέλειωσε και τούτο το βράδυ. 

Ακόμη ένα κομμάτι χρόνου 

που δεν πρόδωσα 

δε βλαστήμησα 

την ώρα και τη στιγμή. 

Ήταν η μέρα καλή 

καμιά δεν ένιωσα νέα πληγή 

καμιά δεν κακοφόρμισε παλιά. 

Κρεβάτι απλό 

με τέσσερα πόδια 

και καλοκαιρινά σεντόνια 

βάναυσα λευκά. 

(από τη συλλογή «Η ανορεξία της ύπαρξης) 

 

Η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ υπήρξε ο «προπομπός» της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς ποιητών. Γεννήθηκε στη δίνη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1939. Ταξίδεψε στο άπειρο, στο αχανές σύμπαν της Τέχνης στις 21 Ιανουαρίου του 2020. 

Share:

You may also like

Comments

No Comments

Leave a comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *