influencemag.gr

Stumble upon the story | Θα πεθάνω ένα πένθιμο | Διάφανα Κρίνα (Κώστας Ουράνης)

«Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
μες στην κρύα μου κάμαρα, όπως έζησα, μόνος.
Στη στερνή αγωνία μου, τη βροχή θε ν’ ακούω…
Θα πεθάνω σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι»
(Κώστας Ουράνης)
«Είσαι όμορφη σα ρόδινο του φθινοπώρου δείλι,
μα η λύπη ως κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό»
(Charles Baudelaire)
«Θα πεθάνω μια ήσυχη και θλιβερήν μέρα του Σεπτέμβρη…
Βαρύς καιρός θα ‘ναι. Η βροχή κάτω απ’ τον κρύον αέρα
μαιάνδρους αργούς στα βρώμικα τα τζάμια θα’ χει κάμει»
(Henry Spiess)
«Θα πεθάνω στο Παρίσι, με βροχή…
ίσως μια Πέμπτη, σαν ετούτη, φθινοπωρινή»
(César Vallejo)
R-1705148-1328544670

Τα δειλινά της μελαγχολίας, τα αόρατα νήματα της ποίησης, κι εκείνες οι ώρες οι λίγο πιο σκοτεινές…

Αν η εφηβεία μου είχε ήχο, σίγουρα θα ήταν εκείνος του μοναδικού ηχοχρώματος της φωνής του Θάνου Ανεστόπουλου και της μουσικής των «Κρίνων». Το 2014, στο album «Ευωδιάζουν Αγριοκέρασα οι Σιωπές», τα «Διάφανα Κρίνα» μελοποιούν ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Κώστα Ουράνη, στο οποίο ο ποιητής «περιγράφει» με στίχους τον θάνατό του:

ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ ΕΝΑ ΠΕΝΘΙΜΟ- ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μεσ’ στην κρύα μου κάμαρα, όπως έζησα μόνος’
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν’ ακούω
και τον κούφιο τον θόρυβο που ανεβάζει ο δρόμος

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ’ επιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου. Θε να ‘ρθεί ο αστυνόμος
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.

Απ’ τους φίλους που παίζαμε πότε-πότε χαρτιά
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «-Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε!…»
Θ’ απαντήσει άλλος παίζοντας: «-Μ’ αυτός έχει πεθάνει».

Μια στιγμή θα κοιτάξουμε ο καθένας τον άλλον,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι,
θε να πουν: Τ’ ειν’ ο άνθρωπος!… Χτες ακόμα ζούσε!»
Και βουβά το παιγνίδι τους θ’ αρχινήσουνε πάλι.

Κάποιος θάναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψει
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένη,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, πούχε κάποτ’ εκδώσει
συλλογήν με ποιήματα πολλά υποσχομένην».

Κι αυτός θάναι ο στερνός της ζωής μου επιτάφιος.
Θα με κλάψουνε βέβαια μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσιους παπάδες
όπου θάναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως-ίσως οι οχτροί μου.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη στο πολύβοο Παρίσι,
και μια Κίττυ θαρρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλην
θα μου γράψει ένα γράμμα -και νεκρό θα με βρίσει.

Ο Κώστας Ουράνης (ψευδώνυμο του Κλέαρχος Νιάρχος ή Νεάρχου), ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, κριτικός λογοτεχνίας, δημοσιογράφος και δοκιμιογράφος, γεννήθηκε το 1890 και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στα Πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Ελβετίας και του Βελγίου. Ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής ταξίδεψε σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Κατά τη διαμονή του στο Παρίσι, προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύτηκε σε σανατόριο του Νταβός της Ελβετίας. Σε ένα γράμμα του προς τον Πάνο Καραβία, διηγείται πως ξαναβρήκε τυχαία «την Κίττυ», που αναφέρεται στο ποίημα. Το κοινό θέμα της περιγραφής του θανάτου και η ομοιότητα κάποιων στοιχείων του συγκεκριμένου ποιήματος του Ουράνη με το ποίημα «Je mourrai/ Θα πεθάνω» του Ελβετού Henry Spiess , το οποίο δημοσιεύθηκε το 1929, αποτέλεσε αφορμή αντιπαράθεσης μεταξύ του Κωστή Παλαμά κι ενός αναγνώστη της εφημερίδας «Εμπρός».

 

ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ- HENRY SPIESS

Μια ειρηνική και βροχερήν ημέρα θα πεθάνω,

μιαν ήσυχη και θλιβερήν ημέρα του Σεπτέμβρη,

μια πληχτική και σιωπηλήν ημέρα θα πεθάνω,

στο πάτωμα το τέταρτο μια μέρα θα πεθάνω.

Εφτά θα πέφτουν στη σειρά πάνω απ’ τον Πύργον ώρες

και τότε εγώ την Κονταμίν για πάντα θα ‘χω αφήσει·

ωστόσο από το Μπουρ-ντε-Φουρ τ’ αλάνια

θα περνούνε δείχνοντας τα ποδάρια τους

κι αδιάντροπα πηδώντας.

Πολυάσχολοι και βιαστικοί,

μ’ έγγραφα φορτωμένοι, στης συνεδρίας την αίθουσα

θα μπαίνουν οι γραφιάδες.

 – «Το Δικαστήριον αργεί», θα πούμε και σε λίγο:

– «Πάμε ν’ ακούσουμε λοιπόν λίγη Νομολογία».

Ο Ανρί Μαρτέν θα πει σιγά, σκυμμένος στα χαρτιά του:

– «Ξέρεις! Ο Σπις επέθανε»!…

Τη θέση του ο καθένας θα ξαναπάρει, όπως εχτές κι αύριο.

Θα ιδούν να μπαίνει, χωρίς να βιάζεται

ο Ροσσέλ με κεφαλή σκυμμένη.

Των καρεκλών ο θόρυβος όλο θα λιγοστεύει,

– «Εμπειρογνώμονες, θα πουν, υπάρχουν μες στη σάλα;»

Βαρύς καιρός θα ‘ναι. Η βροχή κάτω απ’ τον κρύον αέρα

μαιάνδρους αργούς στα βρώμικα τα τζάμια θα’ χει κάμει.

Δε θα ‘μαι πια άλλο τη «Ζουρνάλ» εκεί να ξεδιπλώνω,

να σταματώ γυρεύοντας ν’ ανάψω το τσιγάρο

και κάπου να ρωτώ ο Κουλέν γιατί είναι ριζοσπάστης…

Δε θα μου ξαναπεί ο Μορσιέ: «Ποιητά μου, καλημέρα!»

Θα ειπούν: «Ο Σπις επέθανε!… Τόφαγε το ψωμί του·

ποτέ του πια δε θα φανεί μ’ ένα βιβλίο στο χέρι».

Εκείνοι που δε μ’ αγαπούν θα μ’ έχουν συχωρέσει.

Πόση ζωή του απόμεινεν ο Ωμπέρ θα λογαριάζει.

Μονάχα λίγοι στίχοι μου θα μείνουν ταιριασμένοι

με της βροχής τη μουσική μια μέρα φθινοπώρου.

Θα ειπούν: «Ο Σπις επέθανε· σε λίγο να ο χειμώνας».

Θα ειπούν: «Είχε τουλάχιστο τη ζωή του ασφαλισμένη;»

Κι εγώ, που συλλογίζομαι το θάνατό μου τόσο,

– στη μετεμψύχωση κανείς αν πρέπει να πιστεύει-

ω εσείς οι φίλοι που έξαφνα θα σας στεναχωρέσω,

στων δικηγόρων την Εδέμ την δίχως δίκες θα ‘μαι.

 

Ο César Abraham Vallejo Mendoza (1892-1938) ήταν περουβιανός ποιητής και θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ποιητικούς καινοτόμους του 20ου αιώνα, παρόλο που κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του (πέθανε πολύ νέος στο Παρίσι), δημοσίευσε μόνο τρεις ποιητικές συλλογές. Σε μία από αυτές, με τίτλο «Los Heraldos Negros/ Οι Μαύροι Μαντατοφόροι», η οποία χαρακτηρίζεται από έναν δραματικό, σκοτεινό τόνο κι εξερευνά ζητήματα όπως η ανθρώπινη αποξένωση κι ο διαρκής αγώνας για την κατανόηση του νοήματος σε έναν χαοτικό κόσμο, περιλαμβάνεται και το ποίημά του «Piedra negra sobre una piedra blanca/Μαύρη πέτρα πάνω σε μιαν άσπρην πέτρα», που πραγματεύεται το αίσθημα του αναπόφευκτου του θανάτου.

 

ΜΑΥΡΗ ΠΕΤΡΑ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΣΠΡΗ ΠΕΤΡΑ- CESAR VALLEJO

Θα πεθάνω στο Παρίσι με βροχή,
μία μέρα που στη θύμηση ήδη έχω.
Θα πεθάνω στο Παρίσι – και δεν τρέχω –ίσως μια Πέμπτη,

σαν ετούτη, φθινοπωρινή. Πέμπτη θα είναι,

γιατί σήμερα, Πέμπτη, καθώς γράφω αυτά τα λόγια,

τους ώμους μου έχω καταντήσει να πονάνε και,

ποτέ σαν σήμερα, δεν έχει ξαναγίνει,
σ’ όλο το δρόμο μου, να με θωρώ μονάχο.

Ο Θέσαρ Βαγιέχο έχει πεθάνει, τον χτυπούσαν
όλοι τους, δίχως κακό σ’ αυτούς να προκαλεί
του ‘δωσαν δυνατά με μία βέργα

και δυνατά ακόμα με σκοινί κι είναι οι μάρτυρές του
της Πέμπτης οι ημέρες και οι ώμοι,
η μοναξιά, οι στάλες της βροχής, οι δρόμοι…

Ο Θάνος Ανεστόπουλος έφυγε «μια μέρα φθινοπωρινή» με ήλιο, στις 3 του Σεπτέμβρη το 2016, αφήνοντας πίσω του μουσικά θραύσματα μελαγχολίας και τρυφερότητας, και μιαν απώλεια που δε συνηθίστηκε ποτέ. Δεν ξέρω αν «περνάει» ποτέ η εφηβεία ή εμείς της δίνουμε εσκεμμένα παράταση. Ούτε αν «μαραίνονται ποτέ τα Κρίνα». Σίγουρα, όμως, από εκείνα τα χρόνια μένουν συντροφιά τα τραγούδια, για τις μέρες που είναι λίγο παραπάνω μαύρες (ίσως πιο μαύρες κι απ’ τα ρούχα που φορούσαμε τότε), και κάτι ερωτήματα που δεν θα απαντηθούν ποτέ…

«Πού πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει; Πού πάει ο άνεμος, πού πάει η φωτιά σαν σβήνει; Βάλτε να πιούμε!»

Share:

You may also like

Comments

No Comments

Leave a comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *